Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Θωμά Κοροβίνη ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε

 Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη O γύρος του θανάτου είναι ένα δυναμικό δραματικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη(1940-1968), ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου». Μέσα από τις χειμαρρώδεις, υποβλητικές αφηγήσεις εννέα χαρακτηριστικών προσώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με τα βιώματα, το χαρακτήρα και το ρόλο που διαδραματίζουν, η αφηγηματική δράση παρακολουθεί το σκηνικό που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι συγκλονιστικές, ωμές καταθέσεις των αφηγητών σκιαγραφούν την ψυχολογία των ανθρώπων και συσχετιζόμενες συνθέτουν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής ενώ παράλληλα ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον κεντρικό ήρωα φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη.


Παραθέτουμε την ενδιαφέρουσα κριτική του συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ
Θωμάς Κοροβίνης "Ο Γύρος του Θανάτου",
εκδ. Άγρα, σελ. 216, τιμή: 15 ευρώ

Ο γύρος του θανάτου είναι ένα βιβλίο που ήταν βέβαιο ότι μια μέρα θα το έγραφε ο Κοροβίνης, τουλάχιστον για όσους τον γνωρίζουν. Ένας άνθρωπος με καημό σαν τον Θωμά, ένας άνθρωπος με ζωή βιωμένη και γλώσσα ζυμωμένη, γνώστης της εποχής που περιγράφει και ταυτισμένος με τη Θεσσαλονίκη, δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από την περίπτωση του Αρίστου Παγκρατίδη.

Kαι βέβαια, η περίπτωση Παγκρατίδη δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει την αφορμή για να αποτυπώσει ο Κοροβίνης όλη τη μαγεία της παλιάς ζωής στη Σαλονίκη, την οποία τόσο καλά γνωρίζει.

Με τον «Γύρο του θανάτου» ο Θωμάς παίρνει στην πλάτη του τη συλλογική ευθύνη της πόλης του για την άδικη εκτέλεση του Αρίστου, ξεπλένει τις τύψεις ολόκληρης της κοινωνίας, δικαιώνει μετά από πενήντα χρόνια έναν άνθρωπο που μέχρι την τελευταία του στιγμή φώναζε ότι είναι αθώος. «Είκοσι οχτώ χρόνια έζησε ο Αρίστος. Μόνο είκοσι οχτώ τυραννισμένα χρόνια. Όμως να ξέρουμε πως άμα καταδικαστεί κάποιος αθώος, πρέπει μετά θάνατον να δικαιωθεί. Για να ησυχάσει η ψυχή του. Αλλιώς γίνεται βραχνάς και η σκιά του τριγυρίζει τρελαμένη τις νύχτες και μας κλέβει από τη γαλήνη του ύπνου μας» λέει ένας από τους ήρωές του. Ο Κοροβίνης λοιπόν με το βιβλίο αυτό ξαναχαρίζει ήρεμο ύπνο στους Θεσσαλονικιούς.

Ταυτόχρονα μας δίνει τη Θεσσαλονίκη της εποχής εκείνης με τρόπο αξιοθαύμαστο και ζηλευτό από κάθε ομότεχνό του. Ενσαρκώνει τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες χειριζόμενος με άνεση γλώσσες που είναι όλες μαζί χωνεμένες εντός του. Από τη λαϊκή ελληνική της εποχής, τη γλώσσα της πιάτσας, τη δημοσιοϋπαλληλική γλώσσα, την καθαρεύουσα των γραμματιζούμενων, τα καλιαρντά. Γλώσσες, πρόσωπα και χαρακτήρες που όλα μαζί αποτελούν συνιστώσες της πολύπλευρης και γοητευτικής προσωπικότητας του συγγραφέα.

Με τους αφηγητές που επιλέγει να ενσαρκώσει μας μεταφέρει στην Τούμπα της δεκαετίας του 50, την στολισμένη με γλάστρες με σκουλαρικιές, με καΐσια ζουμερά, τότε που όλα ήταν φτωχικά και ταπεινά μα περιποιημένα και ανοιχτόκαρδα. Τότε που κάθε τιτίζα νοικοκυρά στην αυλίτσα της ένιωθε παραπάνω από βασίλισσα. Μας δίνει εικόνες όπως αυτή της Πάτρας της βυζαρούς της ρεμπέτας που έβγαινε στην αυλόπορτα διότι ήτανε γυναίκα σεβνταλού και περπατημένη κι άμα άκουγε ελαφρά από το ραδιόφωνο έβριζε τους γειτόνους.

Μας πάει πίσω στην εποχή που τους τσιγγάνους τους λέγανε γύφτους και κατσίβελους και όχι ρομά και τα λεφτά τα λέγανε παράδες. Στην εποχή που οι άνθρωποι ζούσανε Χαμοζωή. Χορτάσαμε χώμα εκεί στον συνοικισμό. Μας μεγάλωσε ο δρόμος. Στην εποχή που τα αγόρια κάνανε τσαουσιές στο μεϊντάνι και στο βουνό και οι μανάδες δεν διστάζανε να στείλουνε οι ίδιες τα παιδιά τους στο αναμορφωτήριο για να γίνουνε άνθρωποι.

Δεν είναι μακρινές αυτές οι εποχές κι ας φαντάζουν στους σημερινούς νέους σαν προϊστορικές. Μα χρειάζεται μαστοριά και ψυχή για τις πεις.

Και αυτά τα δυο συστατικά ξεχειλίζουν στη γραφή του Κοροβίνη. Με κουβέντες του λαού, σταράτες, καλοδουλεμένες από τον μόχθο. Με τη σοφία της απλότητας που σε κάνει να μην πιστεύεις ότι αυτό που διάβασες το είχες ξεχασμένο. Ήταν μέσα σου κι ας μην το χρησιμοποιούσες πια ως έκφραση, ως κουβέντα αλλά όσο αγάλι αγάλι το βγαλες από το λεξιλόγιό σου, τόσο όμορφα και γλυκά σου ξανάρχεται πάνω μόλις το βλέπεις γραμμένο από την πένα του Κοροβίνη και νιώθεις μια αγαλλίαση, μια νοσταλγία για τη γλώσσα. Με χιούμορ απίθανο, με τουρκικές διάσπαρτες λέξεις όπως μιλούσανε οι άνθρωποι εκείνο τον καιρό κι ακόμα αργότερα, ακόμα και τώρα στην ελληνική επαρχία και κάνουνε τέχνη στο καφενείο οι άντρες και στο πεζούλι οι κυράδες.

Ο Κοροβίνης όφειλε να γράψει αυτό το βιβλίο. Ήτανε χρέος του να το κάνει. Χρέος απέναντι στον Αρίστο Παγκρατίδη, απέναντι στη συλλογική μνήμη και τη συλλογική ευθύνη των συμπολιτών του, απέναντι στη Θεσσαλονίκη ως Ιδέα και απέναντι σε εμάς, τους σύγχρονους αναγνώστες που τέτοιους ανθρώπους με ψυχή και συναισθηματική ευφυΐα περιμένουμε για να μας φωτίσουν. Είμαι βέβαιος, επειδή τυγχάνει να τον γνωρίζω, ότι ως χρέος το ένιωθε διότι είναι από την πάστα των ανθρώπων που τα νιώθουνε τα χρωστούμενα και δεν μπορούνε να κλείσουνε μάτι άμα δεν τα ξεπληρώσουν. Όπως έχει ένα ακόμη βαρύ χρέος, το οποίο κι αυτό είμαι βέβαιος πως το νιώθει και εύχομαι να έχει υγεία και διάθεση να μας το προσφέρει αργά ή γρήγορα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από ένα βιβλίο σχετικό με την Κωσταντινούπολη που την γνωρίζει τόσο καλά όσο τη Σαλονίκη.

Τελειώνω με το πλέον σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Ο «Γύρος του θανάτου» είναι ένα βιβλίο εμπνευστικό. Ένα βιβλίο που ενεργοποιεί κι άλλους συγγραφείς, τους προσφέρει το γλυκό γαργαλητό της δημιουργίας διαβάζοντάς το και τους ωθεί να γράψουν. Είναι λοιπόν ένα βιβλίο που προάγει την τέχνη. Την πάει παρακάτω.

Άφεριν Θωμά.
Μπου κιτάπ ιτσίν τσοκ τεσεκιούρ εντέριζ!

Για το βιβλίο "Ο γύρος του θανάτου" ο Θωμάς Κοροβίνης βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011 με το ακόλουθο σκεπτικό της βράβευσης.

 "Γνωστός φιλόλογος και συνεχιστής του «νέου τόνου» (όρος που εισήγαγε ο συντοπίτης του Κοροβίνη, Γιώργος Ιωάννου, για να χαρακτηρίσει τη στροφή της πεζογραφίας στον τόπο μας σε αντιδιαστολή προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό), ο συγγραφέας του Γύρου του Θανάτου μας χαρίζει ένα περίτεχνο μυθιστόρημα κατευθείαν βγαλμένο από τα νεορεαλιστικά πλάνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και τις κοινωνικοπολιτικές της μεταλλάξεις. Στο βιβλίο αυτό, ο Κοροβίνης καταπιάνεται με την πολύκροτη υπόθεση Παγκρατίδη, του δήθεν «Δράκου του Σέιχ Σου», προκειμένου να ξεδιπλώσει το τοπίο μιας Ελλάδας που ακροβατούσε ανάμεσα σε λαϊκά είδωλα και καταπιεσμένες συνειδήσεις και που πάσχιζε να ανιχνεύσει έναν ιδιωτικό χώρο μακριά από το διαποτισμένο στα πολιτικά μίση και έριδες κοινωνικό τοπίο. Πώς όμως να αναπλάσει ο συγγραφέας μια τόσο οριακή περίοδο και μια αληθινή ιστορία χωρίς να παραδοθεί στις ευκολίες του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου και στις δημοσιογραφικές του παγίδες; Πώς να μιλήσει για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όπως ο Παγκρατίδης, χωρίς να καταλήξει σε ηθικολογικά –και άρα άσχετα με το μυθιστόρημα– συμπεράσματα; Ευφυώς ο Κοροβίνης υιοθετεί τη λύση μιας πολυπρόσωπης αφήγησης δίνοντας μυθιστορηματικά το λόγο στους «πρωταγωνιστές» που συναγελάστηκαν τον Παγκρατίδη, πρόσωπα πολύπαθα και τα ίδια, θύματα μαζί και θύτες, μέλη ενός χορού μιας τραγωδίας δίχως κάθαρση και τέλος. Προσφέρει έτσι στον αναγνώστη την ευκαιρία να εξαγάγει μόνος του τα συμπεράσματά του. Μεταξύ άλλων αρθρώνουν τη δική τους φωνή –αργκό για τους περιθωριακούς, καθαρευουσιάνικη για τους γραμματιζούμενους– ο συμμαθητής που έζησε τον Αρίστο από κοντά στα χρόνια του σχολείου, μαζί με τον οποίο ανακάλυπταν παρέα την τότε αθώα πλευρά της παραβατικότητας, η υπηρέτρια-φίλη της πλύστρας μητέρας του, ο δημοκρατικός αστυνομικός που μιλά ξεκάθαρα για τις «έξυπνες» μεθόδους που υιοθετούσαν τότε στο τμήμα προκειμένου να αποσπάσουν τις πολυπόθητες ομολογίες, ο δωσίλογος περιπτεράς, η ντιζέζ και η τραβεστί με τις οποίες ανέπτυξε ο Αρίστος σχέση –η μοναδική ίσως τρυφερή νότα σε μια κοινωνία ανάλγητη και άπονη. Από την πολυπρισματική αυτή αφήγηση προκύπτει επίσης το προφίλ ενός ανθρώπου-μάρτυρα μιας εποχής που αναζητούσε τα δικά της εξιλαστήρια θύματα, συνεχίζοντας τον φαύλο κύκλο των άδικων πολιτικών εγκλημάτων και λαθεμένων εκτιμήσεων (όχι τυχαία ο συγγραφέας επανέρχεται επανειλημμένως στην υπόθεση Λαμπράκη που έλαβε, επίσης, χώρα στη Θεσσαλονίκη, αναπαριστώντας έτσι το απόλυτο έγκλημα που, σε αντίθεση με την υπόθεση Παγκρατίδη, δεν βιάστηκε να βρει τιμωρό).
Ο πολυφωνικός τρόπος της αφήγησης εύλογα φέρνει στο μυαλό αντίστοιχα περίτεχνα έργα, όπως το HerculineBarbin του Μισέλ Φουκό όπου, μέσα από τους διάφορους αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου ενός ερμαφρόδιτου, προκύπτουν θέματα ταυτότητας, προκαταλήψεων και κοινωνικών εντάσεων. Αντίστοιχα, λοιπόν, σε αυτή την ανοιχτή τυπολογία του «λαϊκού» κόσμου που χτίζει το βιβλίο, όπως χαρακτηριστικά τον ξεδιπλώνουν οι διαφορετικές φωνές, ενυπάρχουν ταυτόχρονα το μεγαλείο των προφορικών αφηγήσεων, οι αστικοί μύθοι, οι ήρωες του περιθωρίου, οι ανείπωτες κραυγές μιας ομορφιάς που μπορεί να ενοικεί στο χθαμαλό. Ο Κοροβίνης δένει αρμονικά τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του με τον αντίστοιχο λεκτικό τους κόσμο. Εσκεμμένα αποδίδονται διάφορα ονόματα στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Από τον πιτσιρικά «Αρίστο» μέχρι τον κατηγορούμενο «Αριστείδη» και τον τολμηρό «Γουρουνά» που επιχειρούσε τον «Γύρο του Θανάτου», υπάρχει μια αφηγηματική γραμμή που αναδεικνύει με τρόπο γενεαλογικό περίπλοκες σχέσεις εξουσίας, έρωτα και γνώσης: το πρώτο υλικό μιας σπουδαίας λογοτεχνίας. Κι αυτή μας την χαρίζει αφειδώλευτα ο Κοροβίνης χωρίς ούτε στιγμή να παραχωρεί τα λογοτεχνικά του μέσα σε ευκολίες. Πρόκειται για καλή λογοτεχνία που αναδεικνύει από μόνη της «ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα». Οι ευαίσθητες χορδές που αγγίζει το βιβλίο δεν έχουν τόσο να κάνουν με τις δεδηλωμένες προθέσεις του όσο με τη μυθοπλαστική του δεινότητα και τις πολύπλευρες κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους του που αυτή φέρνει στο φως. Ο Γύρος του Θανάτου θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριλαμβάνεται στη βιβλιογραφία των «Σπουδών του Φύλου» ή άλλων τομέων που θίγουν ζητήματα μειονοτήτων πάσης φύσεως. "


O ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια έρευνα πτυχές του ελληνικού και του τούρκικου λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.
Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ' Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες -Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικρός Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 - Ρεπορτάζ- Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία, Όμορφη Νύχτα - Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [ 1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής.
Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λείλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: