Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ : Αποκλειστική προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες



Σε τι μας χρειάζεται η φιλοσοφία;
Σαν μια απάντηση στη βλακεία.
  
Πρόλογος

Αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο όταν η Αλίκη, η κόρη μιας αγαπημένης μου φίλης, έγινε δεκατεσσάρων ετών. Ήθελα να συμβάλω με όποιον τρόπο μπορούσα στην ευτυχία της σ’ αυτή τη Χώρα των Θαυμάτων που είναι ο κόσμος. Η ιδέα πήρε συγκεκριμένο σχήμα όταν διάβασα τα σχολικά εγχειρίδια της φιλοσοφίας που διδάσκονται στη β’ τάξη του γενικού λυκείου: μου φάνηκαν εξαιρετικά καλογραμμένα και βαθυστόχαστα αλλά δυσνόητα για τα παιδιά. Νομίζω μάλιστα ότι, αν ένας φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής κατέχει το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων καθώς και το πλήθος των φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αναφορών τους, μπορεί να πάρει το πτυχίο του. Η ύλη της φιλοσοφίας στο λύκειο καταδεικνύει υπερβολικές προσδοκίες και εγγυάται την απογοήτευση τόσο των μαθητών –που βρίσκουν τη φιλοσοφία απρόσιτη- όσο και των καθηγητών που καλούνται να τη διδάξουν μέσα σε ελάχιστο διδακτικό χρόνο.
Πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσουμε από διαφορετική αφετηρία και να ακούσουμε τα ερωτήματα που θέτουν οι έφηβοι: τι είναι η φύση; τι είναι η ανθρώπινη κοινωνία, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η λογική; Ύστερα, να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, τοποθετώντας τη φιλοσοφία σ’ ένα πλαίσιο γενικών γνώσεων και λαμβάνοντας υπόψη την ανυπομονησία που αποτελεί γνώρισμα της εφηβικής ηλικίας. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι οι σημερινοί έφηβοι είναι πολύ εξυπνότεροι και πληροφορημένοι από εμάς όταν ήμασταν έφηβοι στη δεκαετία του 1970. Ο κόσμος προχωρεί με μεγάλες δρασκελιές παρά τις αναταράξεις και τα πισωγυρίσματα· το ανθρώπινο είδος ψηλώνει, ομορφαίνει και μαθαίνει όλο και περισσότερα πράγματα με ευκολότερο τρόπο. Παρ’ όλ’ αυτά, τα σχολικά βιβλία είναι αποθαρρυντικά για τα περισσότερα παιδιά (και, συχνά, για τους περισσότερους δασκάλους).  Καθώς λοιπόν η Αλίκη πλησιάζει πια την ηλικία των δεκαπέντε, αποφάσισα να γράψω γι’ αυτήν, και για τα άλλα όμορφα, έξυπνα και χαριτωμένα δεκαπεντάχρονα, ένα βιβλίο με ερωτήσεις τις οποίες μπορούμε να σκεφτούμε και να συζητήσουμε, καθώς και με κάποιες εξίσου συζητήσιμες απαντήσεις γύρω από τη φιλοσοφία, γύρω από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας και του ανθρώπου γενικότερα. Αυτό το βιβλίο απευθύνεται λοιπόν στους πολύ νέους και, γιατί όχι, σ’ εμάς τους όχι-και-τόσο νέους που συχνά νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα ενώ δεν ξέρουμε τίποτα. Είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ να γράψω κάτι που έχει, ας πούμε, παιδαγωγικό χαρακτήρα: ίσως επικράτησε, πρόσκαιρα, ένα παλιό γονίδιο που περιπλανάται μέσα μου εδώ και δεκαετίες· κατάγομαι από μια μακρά σειρά δασκάλων, καθηγητών και ιερωμένων. Ίσως έτσι εξηγούνται όλα.


ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΑΛΙΚΗ: Γιατί χρειάζεται να μάθουμε τι είναι η φιλοσοφία;

Σ.Τ.: Για να μάθουμε να σκεφτόμαστε ώστε να αντιμετωπίζουμε με σοφία τα προβλήματα της ζωής. Η σοφία είναι μια από τις προϋποθέσεις της ευτυχίας. Όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι...κι όλοι προσπαθούμε...συχνά όμως μας λείπουν τα εργαλεία.

ΑΛΙΚΗ: Ναι, εντάξει, αλλά τι είναι η φιλοσοφία;

Σ.Τ.: Φιλοσοφία είναι o κλάδος της έρευνας και της γνώσης που ασχολείται με ερωτήματα, προβλήματα ή απορίες που μπορούμε να ονομάσουμε οριακά, θεμελιώδη, ή έσχατα.

ΑΛΙΚΗ: Βαριές έννοιες…Ποια είναι αυτά τα ερωτήματα;

Σ.Τ. Είναι όσα αφορούν την ύπαρξη του ανθρώπου, τη νόηση, την αξία που έχει η ζωή, τη γλώσσα, τη λογική.

ΑΛΙΚΗ: Και σε τι ξεχωρίζει από άλλους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων; Από τη θρησκεία για παράδειγμα; Και η θρησκεία δίνει απαντήσεις.

Σ.Τ.: Η φιλοσοφία προσπαθεί να τα προσεγγίσει με τη λογική, όχι με την πίστη. Η λέξη φιλοσοφία προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (αγαπώ) και τη λέξη σοφία, δηλαδή αγάπη για τη σοφία. Η φιλοσοφία αναζητεί απαντήσεις σε ερωτήματα που ίσως ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, βοηθώντας στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης, ακόμα και όταν ο προβληματισμός δεν φτάνει σε κάποιο συγκεκριμένο και αδιάσειστο αποτέλεσμα.

ΑΛΙΚΗ: Δηλαδή η φιλοσοφία ρωτάει πράγματα αλλά δεν απαντάει στα σίγουρα.

Σ.Τ.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και στις δυνατότητες της σκέψης.

ΑΛΙΚΗ: Ένας τρόπος να σκεφτόμαστε.

Σ.Τ.: Ένας τρόπος να σκεφτόμαστε αναζητώντας τις αιτίες των πραγμάτων. Ένας άλλος τρόπος είναι τα μαθηματικά, η φυσική… Όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά: η φιλοσοφία ασχολείται με τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τη θέση του μέσα σ’ αυτόν.

ΑΛΙΚΗ: Το ίδιο και η αστρονομία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η φιλοσοφία δεν αναλύει μόνο την πραγματικότητα και τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αλλά διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας.

ΑΛΙΚΗ: Είναι αλήθεια ότι η φιλοσοφία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα;

Σ.Τ.: Η φιλοσοφία προέρχεται από κάμποσες πηγές, χώρες και γλώσσες. Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες έβγαλαν τον δυτικό κόσμο από το σκοτάδι της τυφλής πίστης και της μυθολογίας. Ωστόσο, ο ελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε παραλλήλως με άλλους: οι Αιγύπτιοι είχαν κλίση στα μαθηματικά, στην αστρονομία, στην ιατρική. Οι Ασσύριοι και γενικότερα οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας – που σήμερα είναι κομμάτι του Ιράκ, της Τουρκίας και της Συρίας- είχαν κλίση στην αναζήτηση ενός ανώτερου όντος...η αντίληψή τους ήταν μοιρολατρική. Ξέρεις τι ονομάζουμε μοιρολατρία...είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα.

ΑΛΙΚΗ: Οι μοιρολάτρες πιστεύουν ότι για όσα μας συμβαίνουν, καλά ή άσχημα, ευθύνονται οι θεοί, ότι το έχουν αποφασίσει ανώτερες δυνάμεις. Αυτό όμως το πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, όχι μόνο οι Ασσύριοι...

Σ.Τ.: Σε κάθε μέρος του κόσμου κάτι αναπτύχθηκε περισσότερο από κάτι άλλο. Στη Μεσοποταμία, εκτός από την κλίση προς τη μοιρολατρία, οι άνθρωποι είχαν κλίση και στη νομική επιστήμη...

ΑΛΙΚΗ: Αυτό που μας λένε ότι εμείς οι Έλληνες δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού, είναι αλήθεια;

Σ.Τ.: Οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας έκαναν τα ερωτήματα του ανθρώπου –ποιος είμαι, από πού έρχομαι, πώς πρέπει να ζήσω, τι είναι το Καλό, τι είναι το Κακό, τι είναι το Ωραίο – μια ολόκληρη “επιστήμη”. Πράγματι, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι η βάση του δυτικού πολιτισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι συνετέλεσαν στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, αλλά κυρίως της σκέψης στη Δύση.

ΑΛΙΚΗ: Έχω ακούσει ότι υπήρχαν μεγάλοι Κινέζοι φιλόσοφοι.

Σ.Τ.: Πράγματι. Για παράδειγμα, περίπου την ίδια εποχή με τους δικούς μας προσωκρατικούς φιλοσόφους – με τον Θαλή, τον Ηράκλειτο, τον Πυθαγόρα- στην Κίνα έζησε ο Κομφούκιος. Η σκέψη του επηρέασε τον πολιτισμό της Ασίας.

ΑΛΙΚΗ: Δηλαδή οι φιλόσοφοι επηρεάζουν τον πολιτισμό;

Σ.Τ.: Για να απαντήσουμε σ’ αυτό πρέπει πρώτα να δώσουμε έναν πιο αναλυτικό ορισμό της φιλοσοφίας.

ΑΛΙΚΗ: Ε, άντε δώσε, καθυστερείς. Τι είναι λοιπόν η φιλοσοφία;

Σ.Τ.: Η φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων, σκέψεων, ερωτημάτων από την οποία ξεπηδούν όλες οι επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες -τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία, ιατρική, η φαρμακολογία, η αστρονομία- και οι μεταγενέστερες θεωρητικές επιστήμες, όπως είναι η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία προέκυψαν από τον φιλοσοφικό στοχασμό.

ΑΛΙΚΗ: Ποιες σκέψεις θεωρούμε ότι είναι «φιλοσοφικές»; Δεν είναι όλες οι σκέψεις φιλοσοφικές.

Σ.Τ.: Ας πούμε: Γιατί υπάρχει ο κόσμος; Δημιούργησε κάποιος τον κόσμο ή δημιουργήθηκε μοναχός του; Πώς μπορώ να γνωρίσω τον κόσμο; Ακόμα και η πιο απλή καθημερινή σκέψη βασίζεται σε κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα. Για παράδειγμα, όταν ετοιμάζομαι να βγω και αναρωτιέμαι τι να φορέσω, στην πραγματικότητα αναρωτιέμαι για το ποια θέλω να είναι η εικόνα μου, καθώς και για το πώς αισθάνομαι εκείνη τη στιγμή για τον εαυτό μου.

ΑΛΙΚΗ: Λες: «Πώς μπορώ να γνωρίσω τον κόσμο» – σιγά τη φιλοσοφική ερώτηση! Γνωρίζω τον κόσμο κάνοντας ταξίδια.

Σ.Τ.: Εντάξει, αλλά στη φιλοσοφία μιλάμε για τη «φύση» του κόσμου. Για τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν, για το «γιατί» και το «πώς» υπάρχει. Για το αν είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει και για το αν μπορεί να ξεχωρίσει το Καλό από το Κακό.

ΑΛΙΚΗ: Και δεν απαντάει ο καθένας με τον τρόπο του; Δεν μπορούμε να πούμε ό,τι θέλουμε;

Σ.Τ.: Όχι ακριβώς. Παρόλο το εύρος της έννοιας της φιλοσοφίας και των διαφορετικών αντιλήψεων, η φιλοσοφία, όπως είπαμε, είναι, θα λέγαμε, μια “επιστήμη”, αν και όχι “θετική επιστήμη” όπως είναι η φυσική. Επομένως, η μέθοδος ενός στοχασμού ώστε αυτός να ονομαστεί φιλοσοφικός πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και να περνά από κάποια στάδια. Αυτά τα στάδια είναι η παρατήρηση, η υπόθεση, το πείραμα, η απόδειξη και η επανάληψη. Ο φιλοσοφικός στοχασμός πρέπει να περιλαμβάνει επιστημονική αποδεικτική διαδικασία.

ΑΛΙΚΗ: Τι σημαίνει «αποδεικτική διαδικασία»;

Σ.Τ.: Θυμήσου τι κάνετε στο μάθημα των μαθηματικών. Στα μαθηματικά, απόδειξη είναι μια πειστική παρουσίαση ότι κάποια μαθηματική πρόταση είναι ορθή μέσα στα πλαίσια του πεδίου των μαθηματικών. Στα μαθηματικά, η απόδειξη παράγεται «αναγωγικά», με τη λογική - όχι εμπειρικά.

ΑΛΙΚΗ: Στα μαθηματικά δεν κάνουμε πειράματα. Στη φυσική και στη χημεία κάνουμε…

Σ.Τ.: Ακριβώς. Στα μαθηματικά κάνουμε κάτι άλλο: μετατρέπουμε μια έκφραση σε γενικότερη μορφή – σε μορφή απλούστερη αλλά ισοδύναμη. Τι θέλω να πω μ’ αυτό: η απόδειξη πρέπει να δείχνει ότι μια πρόταση είναι αληθινή για όλες τις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται - χωρίς καμιά εξαίρεση. Μια πρόταση χωρίς απόδειξη για την οποία πιστεύεται ή υπάρχουν σοβαρές υποψίες ότι ισχύει, την ονομάζουμε εικασία.

ΑΛΙΚΗ: Ωχ, τώρα μπλέξαμε με τα μαθηματικά. Να κάνουμε άλλο βιβλίο για τα μαθηματικά.

Σ.Τ.: Επιστρέφω στη φιλοσοφία. Χρησιμοποιούμε λοιπόν τη λογική για να εξάγουμε συμπεράσματα. Η διαφορά από τα μαθηματικά είναι ότι χρησιμοποιούμε τη φυσική γλώσσα – δηλαδή τις λέξεις, όχι τους αριθμούς και τα σχήματα- με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα κάποια αμφισημία…Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε το εξής παράλογο: ο αστυνομικός είναι όργανο. Το μπουζούκι είναι όργανο. Άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι!

ΑΛΙΚΗ: Επειδή η λέξη «όργανο» έχει πολλές έννοιες.

Σ.Τ.: Επειδή υπάρχει λογικό σφάλμα. Εξίσου παράλογο θα ήταν και το «το βιολί είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα το βιολί είναι μπουζούκι».

ΑΛΙΚΗ: Πάντως αυτός ο παραλογισμός έχει σχέση και με τη γλώσσα, με τη χρήση των λέξεων.

Σ.Τ. Κυρίως έχει σχέση με το πώς εξάγουμε ή δεν εξάγουμε λογικά συμπεράσματα. Πράγματι όμως σχετίζεται και με τη γλώσσα. Η φιλοσοφία της γλώσσας ερευνά την καταγωγή και τη χρήση της γλώσσας και αναρωτιέται πώς και γιατί χρησιμοποιούμε τις λέξεις. Η φιλοσοφία της γλώσσας είναι κλάδος της φιλοσοφίας.

ΑΛΙΚΗ: Δηλαδή η φιλοσοφία είναι μια επιστήμη, όπως είναι επιστήμη η ιατρική που χωρίζεται σε ειδικότητες: την παιδιατρική, τη χειρουργική...

Σ.Τ.: Κάπως έτσι, ναι. Και χωρίζεται σε “ειδικότητες” ας πούμε. Μια από τις ειδικότητες  της φιλοσοφίας είναι η ηθική.

ΑΛΙΚΗ: Ασχολείται με το Καλό και το Κακό.

Σ.Τ.: Και κάτι περισσότερο. Ηθική ονομάζεται ο τομέας της φιλοσοφίας που διερευνά ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει ο άνθρωπος, καθώς κι αν μια τέτοια ερώτηση μπορεί πράγματι να απαντηθεί.

ΑΛΙΚΗ: Επειδή δεν συμφωνούμε όλοι στο τι είναι ‘‘Καλό’‘ και τι ‘‘Κακό’‘.

Σ.Τ.: Και γι’ αυτό, αλλά και διότι δεν μπορούμε να ακολουθούμε απαραβίαστους κανόνες. Για παράδειγμα, το να λέμε ψέματα είναι «κακό». Δες όμως μια περίπτωση όπου είναι ‘‘καλό’‘: έστω ότι ζούμε στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Ναζί κυνηγούσαν τους Εβραίους και τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τους εξοντώσουν. Κρύβω λοιπόν έναν Εβραίο στο σπίτι μου για να τον σώσω. Έρχεται η Γκεστάπο –η αστυνομία των Ναζί- και με ρωτάει: ‘‘Μήπως κρύβεις Εβραίους στο σπίτι σου;’‘ Τότε πρέπει να πω ψέματα, δεν πρέπει; Πρέπει.

ΑΛΙΚΗ: Διότι υπάρχει κάτι σημαντικότερο από το να πεις αλήθεια. Η ζωή του κρυμμένου ανθρώπου.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΠΑΤΕΡΑ;










 

Νενικήκαμεν! Η Ελλάδα σώθηκε! Το μαύρο σύννεφο της χρεοκοπίας έφυγε οριστικά από τον γαλανό ουρανό. Είναι να απορεί κανείς που η υπερβολική σεμνότητα εμποδίζει την τρικομματική κυβέρνηση να γκρεμίσει τα τείχη της πόλης και να υποδεχτεί με τιμές Μαραθωνομάχων τον κ. Στουρνάρακαι τους συνεργάτες του, που επέστρεψαν θριαμβευτές και τροπαιούχοι από τη μάχη των Βρυξελλών.
Μάχη;Ποια μάχη έδωσαν, αλήθεια; Με ποιους, εναντίον ποίων; Επί ένα μήνα,Γερμανία και ΔΝΤ τσακώνονταν λυσσαλέα για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους κι ο αμέσως ενδιαφερόμενος, η Ελλάδα, δεν τολμούσε να ψελλίσει οποιαδήποτε θέση για το δικό του πρόβλημα. “Δώστε μας τη δόση μας και κάντε ό,τι νομίζετε” ήταν η υπερήφανη στάση αυτής της κυβέρνησης που μετέτρεψε την Ελλάδα σε άφωνο, τρομαγμένο ζητιάνο. “Όταν τσακώνονται στο βάλτο τα βουβάλια, λειώνουν τα βατράχια”, ήταν η δικαιολογία που πρόβαλαν ανωνύμως εκπρόσωποι του Μαξίμου. Όντως. Αλλά ποιοι έφεραν τα βουβάλια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ στην αυλή μας και ποιοι μετέτρεψαν 11 εκατομμύρια Έλληνες σε απροστάτευτα βατράχια; Απορία, ψάλτου βηξ...
Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία των Μπανανιών, όπου μια κυβέρνηση ναπανηγυρίζει απλά και μόνο γιατί της έδωσαν τη δόση που της καθυστερούσαν οι πιστωτές της,παραβιάζοντας τη δανειακή σύμβαση που είχαν υπογράψει, παρά το τεράστιο τίμημα που είχε για τον ελληνικό λαό και τα τεράστια κέρδη για τα δικά τους θησαυροφυλάκια. Ουδέποτε τέθηκε πραγματικά ζήτημα μη καταβολής της δόσης, αφού το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η αυτόματη κατάρρευση της τρικομματικής κυβέρνησης. Όλα τα άλλα ήταν παραμύθια της Χαλιμάς, μοχλός εκβιασμού των βουλευτών που κατάπιαν γογγύζοντας τον εξευτελισμό τους, ψηφίζοντας μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα 700 σελίδες σκληρότατων μνημονιακών μέτρων, χωρίς καν να προλάβουν να τις διαβάσουν.
Άλλωστε, από τα 34,4 δισ. που θα πάρουμε σε πρώτη φάση (γιατί και η δόση δίνεται σε... δόσεις), τα23,8 δισ. πάνε στις τράπεζες και από τα υπόλοιπα 10,6 δισ. θα πάει για την αποπληρωμή των δανείων. Σταγόνες στον ωκεανό θα είναι ό,τι θα πάει για μισθούς και συντάξεις.
Ναι, αλλά μαζί μ' αυτά ήρθε και το πακέτο μέτρων (μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση, επαναγορά ομολόγων) για τη μείωση του χρέους μας κατά 40 δισ., περίπου 20% του ΑΕΠ, μας υπενθυμίζει η εσωτερική τρόικα. Μάλιστα. Ας υποθέσουμε, για οικονομία της συζήτησης, ότι επαληθεύονται όλες οι προβλέψεις τους- κάτι που θα αποτελούσε πραγματικό θαύμα, δεδομένου ότι όλες οι μέχρι τώρα προβλέψεις τους διαψεύδονται επί τα χείρω.
Σ’ αυτή την ιδεατή περίπτωση, το ελληνικό χρέος θα έχει πέσει το 2020 στο... 124%, δηλαδή όσο περίπου ήταν όταν ο εθνικά υπερήφανος Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελόριζο την εθελούσια είσοδό μας στο μνημονιακό κλουβί. Δέκα χρόνια απίστευτων δεινών, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε στο σημείο της εκκίνησης. Γιατί λοιπόν δεν κουρεύαμε από την αρχή το χρέος, αλλά έπρεπε πρώτα να το φουσκώσουμε στο 180% για να το επαναφέρουμε στο αρχικό του μέγεθος; Το συμπέρασμα είναι απλούστατο: Το ελληνικό χρέος ήταν απλώς το πρόσχημα για να εξαπολύσει η ελληνική πλουτοκρατία ταξικό πόλεμο στα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας και για να μετατρέψει η Γερμανία ολόκληρη την Ελλάδα σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, με μεροκάματα Βουλγαρίαςκαι εργασιακές σχέσεις Μπαγκλαντές.
Το κυριότερο, που επιμελώς αποσιωπά η εσωτερική τρόικα, είναι οι κοινωνικά εξοντωτικοί και εθνικά ταπεινωτικοί όροι του συμβιβασμού των Βρυξελλών. Στην απόφαση γίνεται ρητά λόγος για “ειδική ομάδα παρακολούθησης” του προϋπολογισμού και των ιδιωτικοποιήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι οι Γερμανοί και οι ελάσσονες εταίροι τους θα έχουν τον τελευταίο λόγο για το τελευταίο σεντ από τις ελληνικές κρατικές δαπάνες και την εκποίηση του εθνικού πλούτου αντί πινακίου φακής. Παράλληλα, γίνεται λόγος για “ρήτρα αυτόματης διόρθωσης” των δημοσιονομικών παρεκκλίσεων που θα προκύπτουν, δηλαδή για νέα μέτρα, όποτε το αποφασίσουν. Αποτελεί αναίσχυντη ψευδολογία η διαβεβαίωση των κυβερνώντων ότι “δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα”, τη στιγμή που ήδη ετοιμάζουν τοπρώτο, δυσβάσταχτο πακέτο νέων μέτρων με το εξοντωτικό φορολογικό πακέτο, που καταργεί το αφορολόγητο των 5.000 ευρώ και δίνει τη χαριστική βολή στους μικροϊδιοκτήτες ακινήτων.
Όσο για την περίφημη βιωσιμότητα του χρέους, το μπρα ντε φερ μεταξύ Γερμανίας και Αμερικής έληξε με νίκη της πρώτης. Η Μέρκελ πέτυχε αυτό που ήθελε, ότι δεν θα υπάρξει μερική διαγραφή του χρέους του δημοσίου τομέα μέχρι τις γερμανικές εκλογές- μετά, βλέπουμε. Η σύνοδος των Βρυξελλών επιβεβαίωσε την καταθλιπτική γερμανική ηγεμονία μέσα στην Ε.Ε., διαψεύδοντας όσους φαντασιώνονταν κάποιο “μέτωπο του Νότου”, ενδεχομένως με τη συμμετοχή της Γαλλίας και με υπόρρητη στήριξη της Αμερικής. Η σκληρή αλήθεια αποδεικνύει ότι κάθαρση στην ελληνική τραγωδία μέσα στην ευρωζώνη απλούστατα δεν υπάρχει και ότι οι λαϊκές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να παλέψουν για τη λυτρωτική ανατροπή πρώτα απ' όλα στο εθνικό επίπεδο.
Ακόμα χειρότερα, η Αριστερά δεν μπορεί να προσμένει λύση με τις πλάτες της Αμερικής και του ΔΝΤ, όπως φαίνεται ότι φαντάζονται ορισμένοι εκπρόσωποί της, οι οποίοι μάλιστα υιοθετούν με τη μεγαλύτερη ευκολία συνθήματα τύπου “νέο σχέδιο Μάρσαλ”, που μέχρι χθες θα προκαλούσαν ανατριχίλα σε κάθε αριστερό αγωνιστή. Το κυριότερο, η απολύτως προβλέψιμη εξέλιξη στο Eurogroup διαμηνύει πόσο άγονη είναι η λογική που εναποθέτει τις ελπίδες για μια “αριστερή κυβέρνηση” σε κάποιο “ξαφνικό ατύχημα” των κυρίαρχων κύκλων, που θα φέρει την εξουσία στο πιάτο μας, σαν ώριμο φρούτο. Άλλη μια φορά, δεν υπάρχει αδιέξοδη κατάσταση για το σύστημα, αν ο λαός και οι πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να τον εκφράσουν δεν οδηγήσουν το σύστημα σε αδιέξοδο, με τις μεγάλης κλίμακας αγωνιστικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, που δυστυχώς δεν φαίνονται αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

"Χορεύουν οι ελέφαντες". Η εισήγηση του Γ.Χ. Θεοχάρη για το νέο βιβλίο της Σοφίας Νικολαίδου στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εκφραση


Σοφία Νικολαΐδου: Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο, 2012

Η ανεξιχνίαστη υπόθεση μιας δολοφονίας που έγινε τον Μάιο του 1948 στη Βόρειο Ελλάδα και απασχόλησε την κοινή γνώμη, την Κυβέρνηση και τον ξένο παράγοντα, τότε, αλλά και ως τις μέρες μας τη Δικαιοσύνη και τη νομική επιστήμη, αποτελεί τον κορμό του νέου μυθιστορήματος της Σοφίας Νικολαΐδου.

Ένας βαρκάρης, τον Μάιο του 1948, εντοπίζει στον Θερμαϊκό το πτώμα ενός άνδρα δεμένο χειροπόδαρα. Οι αρχές ασφαλείας ανακοινώνουν ότι πρόκειται για τον νεκρό του τριανταπεντάχρονου αμερικανού δημοσιογράφου του CBS Τζακ Τάλας, πρώην πιλότου του πολεμικού ναυτικού που τραυματίστηκε βαριά στο μέτωπο του Ειρηνικού, ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να συναντήσει και να πάρει συνέντευξη από τον Στρατηγό των ανταρτών. Η χώρα βρίσκεται στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και έχει ήδη σχηματιστεί η Προσωρινή Κυβέρνηση στην περιοχή που ελέγχει ο Δημοκρατικός Στρατός. Ο δημοσιογράφος έχει πυροβοληθεί στη βάση του κρανίου. Η κυβέρνηση αναστατώνεται. Ο Πρωθυπουργός προβαίνει στην ακόλουθη δήλωση:  "Αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος. Η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν. Ήδη, επελήφθην προσωπικώς του ζητήματος και έδωσα εντολήν όπως κινητοποιηθεί ολόκληρος η αστυνομία της χώρας διά την ανακάλυψιν των εγκληματιών". Αμερικανοί αξιωματούχοι φτάνουν στην Ελλάδα προκειμένου να εποπτεύσουν των ανακρίσεων. Μετά από σύντομη εξέταση υπόπτων στην Αθήνα, μεταξύ των οποίων ένας έλληνας δημοσιογράφος, βοηθός του Τάλας και ρεπόρτερ του Reuters, μια συνεργάτιδα του Associated Press, με την οποία ο Τάλας είχε συναντηθεί στη Θεσσαλονίκη, και η σύζυγός του, η νεαρή ελληνίδα Ζωή Τσόκα,  το πεδίο της ανάκρισης μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Τη διαλεύκανση της υπόθεσης αναλαμβάνει ο Διευθυντής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Θωμάς Τζιζτζιλής, δοκιμασμένος από την περίοδο της Κατοχής στον αντικομουνιστικό αγώνα. Κατηγορούνται ως φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας δύο στελέχη του ΚΚΕ που δεν εντοπίζονται τα ίχνη τους και ως συνεργός, βασικός υπαίτιος της δολοφονίας, ο δημοσιογράφος Μανόλης Γκρης, συντάκτης εφημερίδας της συμπρωτεύουσας, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Τάλας, αξιοποιώντας τη γνώση του της αγγλικής.
Ο Τάλας με την έρευνα και τις ανταποκρίσεις του είχε προξενήσει την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και της αμερικανικής πρεσβείας, γιατί καταδείκνυε την κυβέρνηση και το οικονομικό κατεστημένο ως υπαίτιους της φτώχιας και της βίας που κυριαρχούσαν στη χώρα. Μάλιστα είχε συγκρουστεί με τον υπουργό εξωτερικών Ριμάρη γιατί έγραψε πως εκείνος υπεξαίρεσε χρήματα της αμερικανικής βοήθειας και τα έστειλε σε λογαριασμό του στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να κάνει αναλήψεις ο γιος του που σπούδαζε στο Columbia.

Ο Μανόλης Γκρης, κάτω από την πίεση της ανάκρισης, ομολογεί την ενοχή του. Δικάζεται και καταδικάζεται σε ισόβια. Μαζί του δικάζονται ερήμην σε θάνατο και τα δύο στελέχη του ΚΚΕ. Ο Γκρης γλίτωσε τη θανατική καταδίκη χάρις σε συμφωνία του νεαρού δικηγόρου του Νικηφόρου Ντινόπουλου με τον εισαγγελέα Θεσσαλονίκης. Το 1956 η ποινή του μειώνεται στα 20 χρόνια και το 1960, μετά από 12 χρόνια εγκλεισμού, αποφυλακίζεται.
Κατά γενική πεποίθηση, της κοινής γνώμης, αλλά, κυρίως, της νομικής κοινότητας, ο Γκρης ήταν αθώος. Ένας αθώος στον οποίο φορτώθηκε ένα έγκλημα, από την αδυναμία των ανακριτικών αρχών να βρουν τους πραγματικούς ενόχους και από τη σπουδή που επέβαλε το πολιτικό κλίμα της εποχής να κλείσει η υπόθεση και μάλιστα να καταδειχτεί ως υπεύθυνη η ηγεσία του ΚΚΕ.
Ο Γκρής, ως μη μυθιστορηματικό πρόσωπο πλέον, μέχρι το θάνατό του, το 1988, προσέφυγε με αιτήσεις του στη Δικαιοσύνη για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης, το ίδιο και η χήρα του μέχρι και το 2007. Όλες οι προσφυγές απορρίφθηκαν.
Το ερώτημα, συνεπώς, παραμένει: Ήταν ή όχι ένοχος ο Μανόλης Γκρης;
Το ερώτημα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο έρευνας για τον μαθητή της Γ’ Λυκείου, δημόσιου σχολείου του κέντρου της Θεσσαλονίκης, Μηνά Γεωργίου. Η εργασία τού ανατίθεται το 2010 από τον φιλόλογό του καθηγητή Μαρίνο Σουκιούρογλου.
Ο Μηνάς, γιος του Τάσου Γεωργίου, δημοσιογράφου καριέρας, και της Τέτας, είναι ένα παιδί κλειστό που μεγάλωσε χωρίς παρέες, κάτω από την πιεστική καθοδήγηση της μητέρας του να διαβάζει. Άριστος μαθητής, με γνώση που υπερβαίνει κατά πολύ τη διδακτέα ύλη, αποφασίζει ξαφνικά στην τελευταία τάξη να μη δώσει Πανελλαδικές εξετάσεις, θεωρώντας χαμένη υπόθεση τη φοίτηση στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Συγκρούεται γι’ αυτή την επιλογή του με τους γονείς του οι οποίοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους για αλλαγή της απόφασής του στο αγαπημένο του καθηγητή Σουκιούρογλου. Ο καθηγητής θα του αναθέσει για ένα 4μηνο την έρευνα στην υπόθεση Γκρη κι έτσι όχι μόνο θα τον επαναφέρει στα βιβλία, δείχνοντάς του έναν δρόμο κι ένα πεδίο άσκησης και αναμέτρησης πέρα απ’ τον βαλτότοπο της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά θα τον οδηγήσει στην έρευνα των πηγών, αρχειακή και ζώσα, στη σύνθεση, την τεκμηρίωση και την υποστήριξη των συμπερασμάτων της έρευνας.
Ο Μηνάς Γεωργίου ρίχνεται με πάθος στην έρευνα. Αξιοποιεί το αρχειακό υλικό από τον Τύπο της εποχής που του παρέχει ο πατέρας του και παίρνει συνέντευξη από τον γηραιό Νικηφόρο Ντινόπουλο, δικηγόρο του Γκρη και πάππο της Εβελίνας, συμμαθήτριάς του με την οποία ζει τον εφηβικό του έρωτα.
Όταν ο νεαρός ολοκληρώνει την εργασία και την παρουσιάζει στο αμφιθέατρο του σχολείου ο Καθηγητής Σουκιούρογλου θα εκμανεί γιατί, παρά τις επίμονες παραινέσεις του, ο μαθητής του δεν παίρνει θέση στην υπόθεση Γκρη αλλά παραθέτει μονάχα τα γεγονότα και τις πηγές της έρευνάς του.
Έτσι καί στο μυθιστόρημα η υπόθεση της ενοχής ή της αθωότητας του Μανόλη Γκρη θα παραμείνει με τα ερωτηματικά που φέρνει από το 1948, όπως ακριβώς και η υπόθεση της αθωότητας ή της ενοχής του Γρηγόρη Στακτόπουλου. Γιατί πίσω από την μυθιστορηματική περσόνα του Γκρη κρύβεται ο Στακτόπουλος και η πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ. Μια δολοφονία η οποία σηματοδότησε εν πολλοίς την έναρξη του ψυχρού πολέμου.
Η συγγραφέας ονόμασε τον ήρωά της Γκρη, που ηχητικά παραπέμπει στο γκρι το οποίο έχει την ίδια χρωματική βάση με το σταχτί. Άλλωστε στη σ. 105 γίνεται ακόμη πιο σαφής. Γράφει: Ο Γκρης στη δίκη, η φωτογραφία τον έδειχνε προφίλ. Σταχτής –μπορεί και να έφταιγε και το χαρτί της εφημερίδας.
Συνεπώς Τζακ Τάλας είναι ο Τζορτζ Πολκ, και ίσως η επιλογή του επιθέτου (τάλας = ταλαίπωρος) παραπέμπει στην ταλαιπωρία που υπέστη ο νεκρός του και η εν ανυπαρξία ύπαρξη του από την πολιτική διαχείριση του θανάτου του. Ζωή Τσόκα είναι η, σύζυγος του Πολκ, Ρέα Κοκόνη, Θωμάς Τζιτζιλής είναι ο περιώνυμος ταγματάρχης Χωροφυλακής Νικόλαος Μουσχουντής, Ριμάρης είναι ο υπουργός εξωτερικών Τσαλδάρης, και Νικηφόρος Ντινόπουλος είναι, μάλλον, ο δικηγόρος του Στακτόπουλου Βαφειάδης.
Από κει και πέρα ένα πλήθος προσώπων της πραγματικότητας που αναφέρονται στο  ιστορικό γεγονός της υπόθεσης Πολκ εμφανίζονται και παίρνουν μέρος στη μυθιστορηματική δράση. Η μητέρα και οι αδελφές του Γκρη, η μητέρα του Τάλας, ο κομμουνιστής εξάδελφος της συζύγου του Τάλας, ο καθηγητής αγγλικών του Γκρη, επίσης ο Γουόλας Τσίλι, μυθιστορηματική περσόνα του Ράντολ Κόουτ, αξιωματούχου του Βρετανικού Γραφείου Πληροφοριών στη Θεσσαλονίκη, στον οποίο αποδόθηκε κάποια στιγμή ο φόνος, από το ΚΚΕ.  Γίνονται επίσης αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο Στρατηγός που θα συναντούσε ο Τάλας, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Μάρκο Βαφειάδη, ο εισαγγελέας με τον οποίο ο δικηγόρος του Γκρη παζάρεψε και πέτυχε την αποφυγή της θανατικής καταδίκης. Πρόκειται, μάλλον, για τον Χρήστο Μουστάκη, μια νοσοκόμα του ψυχιατρείου Λεμπέτι στο οποίο κλείστηκε μία αδελφή του Γκρη και κάποιος με τα αρχικά Κ. Μ., γραμματέας σε πολιτικό γραφείο υπουργού. Τέλος τα δύο στελέχη του ΚΚΕ που καταδικάστηκαν ερήμην είναι οι Αδάμ Μουζενίδης και Ευάγγελος Βασβανάς και ο δημοσιογράφος, συνεργάτης του Πολκ στην Αθήνα, που θεωρήθηκε ύποπτος για τη δολοφονία, είναι ο Κώστας Χατζηαργύρης.
Τα αμιγώς μυθιστορηματικά πρόσωπα είναι: οι γονείς και η γιαγιά του μαθητή Μηνά Γεωργίου, η συμμαθήτριά του Εβελίνα Ντινοπούλου, εγγονή του δικηγόρου του Γκρη, καθώς και ο καθηγητής Σουκιούρογλου και η πρώην συμφοιτήτριά του και νυν τραγουδίστρια Φανή Ντόκου. Τα δύο τελευταία αυτά πρόσωπα έρχονται στη μυθιστορηματική δράση από το προηγούμενο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους. Ένας άλλος ακόμη από εκείνο το μυθιστόρημα μετέχει στο καινούριο, μέσα από την αφήγηση του Τάσου Γεωργίου, πατέρα του Μηνά. Πρόκειται για τον καθηγητή του Σουκιούρογλου στο Α.Π.Θ., Αστερίου. Ακόμη, μέσα από την αφήγηση μιας αδελφής του Γκρη, μετέχει στη μυθιστορηματική δράση και ο συμφοιτητής της Κυριάκος Λώλος.
Τέλος στην εξέλιξη της αφήγησης μετέχουν και οι ονομαζόμενοι «Άλλοι». Πρόκειται για την ίδια τη συγγραφέα ως αφηγήτρια της καταγεγραμμένης ροής των ιστορικών γεγονότων της δολοφονίας του Πολκ και της δίκης Στακτόπουλου ή ως αποσαφηνίζουσα πλευρές της δράσης των μυθιστορηματικών της ηρώων.
Το μυθιστόρημα, γραμμένο με λόγο στακάτο, μικροπερίοδο και σφιχτό, χωρίζεται σε μικρά κεφάλαια που τιτλοφορούνται με φράσεις παρμένες από  την ευφυή εικονογραφία των δημόσιων χώρων. Από τα συνθήματα που βλέπουμε γραμμένα στους τοίχους, στα παγκάκια των πάρκων, στις στάσεις των λεωφορείων κι αλλού.
Είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας εν εξελίξει. Ξεκίνησε με το Απόψε δεν έχουμε φίλους και αναμένουμε να δούμε πώς θα ολοκληρωθεί αυτή η αναμέτρηση της Νικολαΐδου με το σκοτεινό κομμάτι της πολιτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης από την Κατοχή ως τη Δικτατορία των συνταγματαρχών, αλλά και με τη ψηλάφηση και κατάδειξη των προβλημάτων της εκπαίδευσης.
Αν στο πρώτο βιβλίο η έρευνα του ιστορικού παρελθόντος φώτισε την αποσιώπηση της δημόσιας μνήμης σχετικά με τη δράση του δωσιλογισμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μετά τον εμφύλιο, καθώς και την πολιτική και επιστημονική αφερεγγυότητα, τώρα, στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, η έρευνα ενός ιστορικού γεγονότος, στην καρδιά της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, στη Θεσσαλονίκη, εξετάζει μία ακόμη περίπτωση αποσιώπησης, με την άρον άρον ενοχοποίηση και καταδίκη ενός, κατά γενική πεποίθηση, αθώου.

Κι αν τελικά δει προσεκτικά κάποιος την ιστορική διαδρομή αυτής της χώρας στο χρόνο θα διαπιστώσει ότι χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες διαψεύσεις βεβαιοτήτων, σε βαθμό που αυτό ακριβώς το γεγονός ν’ αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες που δεν εξασφαλίζονται εύκολα σταθερές βάσεις πολιτικής οικοδόμησης για το μέλλον.
Η δομή του μυθιστορήματος χτίζεται δίνοντας το λόγο στους ήρωες που μετέχουν στη δράση, οι οποίοι, σε κάθε κεφάλαιο, αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τα γεγονότα έτσι όπως τα δημιούργησαν ή τα προσέλαβαν. Σε πολλές περιπτώσεις είναι διακριτό το γλωσσικό ιδίωμα πολλών αφηγητών. Το μυθιστόρημα στερεώνεται με μια σειρά ιντερμέδια που τιτλοφορούνται «Οι άλλοι κρίνουν» όπου, σε τρίτο πρόσωπο, παρατίθεται η πέραν των μυθιστορηματικών αφηγητών γνώμη και η ιστορική αποτύπωση των γεγονότων καθώς επίσης επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση στα διατρέξαντα του κάθε κεφαλαίου.
Μέσα από τις πολλαπλές αφηγήσεις παρέχονται ψηφίδες που αν συναρμοστούν επιτυγχάνεται η σκιαγράφηση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου της εποχής στην Θεσσαλονίκη και επιπλέον παρέχονται στοιχεία κοινωνικής γεωγραφίας και χαρτογραφείται μια τοπιογραφία του κέντρου της πόλης.
Όπως στο πρώτο μυθιστόρημα έτσι και σε τούτο η λογοτεχνία διαλέγεται με την Ιστορία. Και εδώ τίθενται θεμελιώδη ερωτήματα και προβάλλονται ουσιαστικά ζητήματα:
Για την υποκειμενική θεώρηση και αξιοποίηση των πηγών κατά τη συγγραφική αποτύπωση του ιστορικού γεγονότος σε σχέση με την πραγματικότητα της δημιουργίας του.
Για τη δυσκολία της κριτικής ανάγνωσης των πηγών, επειδή καιροφυλαχτεί πάντα η τυραννία της εύκολης απάντησης, όπως επισημαίνει ο Ντεριντά.
Για το αν η Ιστορία είναι, τελικά, μια κατασκευή και τα ιστορικά γεγονότα σερβίρονται στον αναγνώστη ερμηνευμένα από τους ιστορικούς.
Για το αν η στάση ουδετερότητας απέναντι στο ιστορικό γεγονός είναι φενάκη κι αν πρέπει ο ερευνητής να παίρνει, κριτικά, θέση.
Για το αν η αξιοποίηση των ζωντανών πηγών, η άντληση πληροφοριών από τους ζώντες μικροπρωταγωνιστές πρέπει να μπολιάζει την επιστημονική έρευνα σε θέματα ιστορίας.
Για τα όρια και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην ελευθερία διαπραγμάτευσης ενός θέματος, εν προκειμένω ενός ιστορικού γεγονότος. Ιδού το βάραθρο της ελευθερίας. Θα πέσεις μέσα; λέει ο καθηγητής Σουκιούρογλου στον μαθητή του όταν του αναθέτει την έρευνα της υπόθεσης Πολκ.
Για το αν εντέλει η Ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από επίφαση της πραγματικότητας.
Αλλά ποιας πραγματικότητας; Κάποια στιγμή ο απόμαχος δικηγόρος Ντινόπουλος, μυθιστορηματική περσόνα του νομικού που υπερασπίστηκε στη δίκη τον Στακτόπουλο, λέει: Η πραγματικότητα δεν είναι μία και αδιαμφισβήτητη. Είναι η υπέρτατη κατασκευή, ρωτήστε τους ανθρώπους που βιοπορίζονται απ’ αυτή, δικηγόρους και δημοσιογράφους.
Για τη σχέση Ιστορίας και λογοτεχνίας έχει κάνει μια καίρια διατύπωση ένας ομότεχνος της Σοφίας Νικολαΐδου, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Η λογοτεχνία –λέει-  μπορεί να μιλήσει για την ιστορία γιατί μπορεί να την συμπεριλάβει, ενώ η επίσημη ιστορία των κειμένων και των σχολικών εγχειριδίων προσαρμόζεται και ξαναγράφεται προς όφελος της εποχής. Η σκιά ενός εκτοπισμένου, το ίχνος ενός ανώνυμου αγωνιστή –ευτυχώς- βρίσκει δικαίωση στην γλώσσα που επινόησε ο άνθρωπος για να τραγουδήσει τα πάθη του. Μέσα στην ίδια του τη γλώσσα, την λογοτεχνία. Όλα τα άλλα είναι άδεια  ντοκουμέντα στοιβαγμένα στα αρχεία των ερευνητικών κέντρων.
Όπως στο πρώτο μυθιστόρημα έτσι και σε τούτο προβάλλονται πλευρές της παθογένειας του εκπαιδευτικού συστήματος και τίθενται ερωτήματα σχετικά με τους μηχανισμούς χειραγώγησης των μαθητών και αυριανών ακαδημαϊκών πολιτών, που αναπτύσσονται και εφαρμόζονται στο σχολείο:
Η κριτική στο σύγχρονο σχολείο, σύστημα εκπαίδευσης, επάρκεια διδασκόντων, χώροι εκπαίδευσης, κλπ, γίνεται μέσα από τη ματιά του Μηνά και της Εβελίνας, δύο μαθητών που αριστεύουν.
Στο σχολείο του Μηνά κανένας δε διαβάζει εφημερίδα κι από ειδήσεις βλέπουν κυρίως STAR και αθλητικά.
Οι μαθητές είναι εκπαιδευμένοι ν’ ακούνε. Στο σχολείο διδάσκονται πολλά χρήσιμα πράγματα, όχι όμως και το να θέτουν ερωτήματα.
Οι Πανελλαδικές εξετάσεις χαρακτηρίζονται ως καυδιανά δίκρανα, ως η πιο ταπεινωτική διαδικασία στην οποία οδηγούνται οι νέοι άνθρωποι προκειμένου να διεκδικήσουν πρόσβαση στην επόμενη μαθησιακή βαθμίδα. Όπως ο ηττημένος κατά κράτος ρωμαϊκός στρατός, το 321 π.Χ. υποχρεώθηκε από τους Σαμνίτες, κοντά στο Καύδιο της οροσειράς των Απεννίνων, να περάσει κάτω από έναν ταπεινωτικό ζεύγμα ακοντίων σε σχήμα δικράνου, έτσι κι οι μαθητές υποχρεώνονται στην ταπείνωση των Πανελλαδικών ερχόμενοι κατά κράτος ηττημένοι από ένα σχολείο που τους υποχρεώνει να παπαγαλίζουν και όχι να σκέφτονται.
Φωτίζονται τα παιχνίδια εξουσίας που λαμβάνουν χώρα στο σχολείο από τους διδάσκοντες επάνω στους διδασκόμενους και οι ανταγωνισμοί και διαγκωνισμοί ανάμεσα στους διδάσκοντες.
Χαρακτηριστική για την κριτική στο μεγάλο ζήτημα των δομών της εκπαίδευσης και των δομικών εργαλείων της μάθησης είναι μία αποστροφή της, φιλολόγου, γιαγιάς του Μηνά, όταν χαρίζει στον εγγονό της το λεξικό του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη λέγοντας: Εμείς οι απόφοιτοι της Φιλοσοφικής του Αριστοτελείου δεν συμφωνούμε με τα μπαμπινιωτικά.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση της αφήγησης στο μυθιστόρημα δίνεται ο λόγος, μοναδική φορά που το επιτρέπει η συγγραφέας στα πλαίσια του «Οι άλλοι κρίνουν», στον καθηγητή Σουκιούρογλου να κρίνει, και εδώ αναπτύσσονται οι θέσεις ενός εκπαιδευτικού που δεν στοχεύει, απαραιτήτως, στη γνώση επειδή τη θεωρεί προϋπόθεση αλλά τον ενδιαφέρει η σκέψη. Ο Σουκιούρογλου θα κρίνει το εκπαιδευτικό σύστημα, τη διδασκαλία της Ιστορίας, τη σχέση δάσκαλου μαθητή και θα μιλήσει για την αναγκαιότητα της πατροκτονίας που χρειάζεται να γίνει με όρους αντιστροφής των προτύπων που παρέχει ο δάσκαλος και μάλιστα πατροκτονίας για την επιτυχία της οποίας ο ίδιος ο δάσκαλος, αν είναι όντως δάσκαλος, θα εγχειρίσει στον μαθητή το μαχαίρι.
Ακόμη στο μυθιστόρημα θίγονται πλευρές των σχέσεων γονέων παιδιών, έτσι όπως αυτές εκφράζονται ως συμπεριφορές, κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της υποχρέωσης των παιδιών να πραγματοποιήσουν τις εγκύκλιες σπουδές τους.
Χαρακτηρίζοντας ο Μηνάς τη μητέρα του λέει: θέλει να γίνω σαν κι αυτήν. Να με ενδιαφέρουν μόνο τα μαθήματα και οι βαθμοί. Να μορφωθώ σαν άνθρωπος, να βρω δουλειά. Να χαμογελάω και να χαίρεται. Να λέει, ιδού οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Η μαμά έχει γνώμη για τη γνώμη μου και άποψη για την άποψή μου. Ξέρει ποιο είναι το σωστό. Εγώ δεν το ξέρω. Και θυμάται τον καθηγητή του Σουκιούρογλου να λέει: Οι γονείς είναι η χειρότερη κατηγορία ανθρώπων. Κάτι παθαίνουν με την τεκνοποίηση, θα είναι ορμονικό.
Τέλος στο μυθιστόρημα έρχεται αντιστικτικά το χθες της χώρας με το σήμερα. Μιας χώρας στην κοινωνία της οποίας  η σιωπή μεταβιβάζεται όπως το γενετικό υλικό. Μιας κοινωνίας που ζει σ’ ένα κλίμα υποταγής στην κυρίαρχη τάξη, κάθε φορά, όποια κι αν είναι αυτή, και στην ιδεολογία της. Μια χώρα που έχει αναγάγει την ετερονομία ως βασική αρχή της διακυβέρνησης, σε τρόπο ώστε η θεσμική λειτουργία στο επίπεδο αποφάσεων να γίνεται στη βάση υπολογισμών για το ποιο είναι το μικρότερο κακό για τα κατεστημένα συμφέροντα.
Άμεσα ανιχνεύσιμες είναι οι αντιστοιχίες του μυθιστορηματικού και ταυτόχρονα ιστορικού χθες με το σήμερα.
Τότε η παρουσία του ξένου παράγοντα εκφραζόταν με την επικυριαρχία των αμερικανών και με την τοποθέτηση «ειδικών» στις κρατικές θεσμικές δομές. Τότε οικονομική βοήθεια και δανεισμός από τις ΗΠΑ. Τότε ρεμούλα πολιτικών της δεξιάς στο δημόσιο χρήμα και στα δολάρια της οικονομικής βοήθειας.  
Σήμερα η παρουσία του ξένου παράγοντα εκφράζεται με την επικυριαρχία των εκφραστών της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την τοποθέτηση «ειδικών» στις κρατικές θεσμικές δομές. Σήμερα επιβολή Μνημονίων και δανεισμός. Σήμερα η χώρα σε πτωχεία που είναι το αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης, της απρονοησίας και τη ρεμούλας που συντελέστηκαν από τους διαχειριστές του πολιτικού συστήματος στη Μεταπολίτευση.
Πάντα στο όνομα της σωτηρίας της χώρας. Τότε από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Τώρα από το λόμπυ της δραχμής.
 
Τότε Χόρευαν οι ελέφαντες μέσα στην τρέλα του εμφύλιου σπαραγμού και της αναδιάταξης συμφερόντων στα Βαλκάνια και την πλήρωναν τα μυρμήγκια, ο Πολκ, ο Στακτόπουλος, χιλιάδες νεκροί, χιλιάδες χαμένες ζωές στο βρόντο.

Σήμερα Μαλώνουν –για να χρησιμοποιήσω το αντίστοιχο της παροιμίας που έδωσε τον τίτλο στο μυθιστόρημα- τα βουβάλια στον βαλτότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Δ.Ν.Τ., των περίφημων αγορών και την πληρώνουν τα βατράχια, την πληρώνουν οι πολίτες. Χειρότερα απ’ όλους οι νέοι άνθρωποι, η γενιά του Μηνά, ο οποίος καθώς περνούσε μπροστά από την τηλεόραση, την ώρα που σε κάποιο πάνελ κόπτονταν για το εθνικό συμφέρον και αγόρευαν για το πόσα διακυβεύονται τώρα που η χώρα έφτασε στα έσχατα, έβγαλε ένα πιφ. […]. –Να σώσουμε τη χώρα, κορόιδεψε τη φράση που πιπίλιζαν στην τηλεόραση. Βαρέθηκα να τα’ ακούω. Τα ίδια έλεγαν κι όταν πέταξαν στα σκυλιά τον Γκρη. Πενήντα χρόνια η ίδια ηλιθιότητα. Από ανθρώπους που είναι διαρκώς πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα οι άλλοι. Πιάσαμε πάτο, ωραία, το καταλάβαμε. Ξανά οι ίδιες παπαριές. Οι ιδέες πάνω απ’ τις ζωές και η χώρα πάνω απ’ τους ανθρώπους. Σιγά μη λύσουν έτσι το πρόβλημα. Άντε μην τα πάρω τώρα.

«Όλοι οι απατεώνες στην Ελλάδα είναι στην κυβέρνηση». Μ’ αυτή τη φράση ξεκινάει το βιβλίο. Την είπε ένας χωρικός το 1948 στον δημοσιογράφο του CBS και η συγγραφέας βεβαιώνει ότι πραγματικά ειπώθηκε, την βρήκε ερευνώντας για την υπόθεση Πολκ. Μια φράση που κατά κόρο λέγεται και σήμερα. Λες και δεν άλλαξε τίποτα.
Το μυθιστόρημα, ωστόσο, τελειώνει μ’ ένα φωτεινό τρόπο, με μια δέσμη φωτός από το ζοφερό παρόν προς το μέλλον. Ο Μηνάς και η Εβελίνα ζουν την καλύτερη κατάσταση που αξιώνονται οι άνθρωποι. Ζουν τον έρωτά τους. Περνώντας, αγκαλισμένοι, την πύλη του εξεταστικού κέντρου για να δώσουν Πανελλαδικές η Εβελίνα, έτσι σαν άσκηση επανάληψης της τελευταίας στιγμής, του λέει:  Πίμπλημι. –Γέμω και πλήθω, της απαντάει ο Μηνάς.     

Αληθινά, με τι άλλο πέρα από τον έρωτα μπορεί ο νέος άνθρωπος να γέμει και να πλήθει, να είναι πλήρως ικανοποιημένος; Ποιον αποτελεσματικότερο βατήρα, από την ομορφιά του έρωτα, να βρει για να ορμήσει στη ζωή; Για να πιστέψει ότι μπορεί ν’ αλλάξει τα πάντα.

Για να πραγματωθεί ο λόγος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μέσ’ από την περσόνα του Μίσκιν, ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.  

Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Λιβαδειά
25 Νοεμβρίου 2012
στο βιβλιοπωλείο Σύγρονη έκφραση
 

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος της Σοφίας Νικολαΐδου «Χορεύουν οι ελέφαντες» με επίκεντρο τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Πόλκ, Κυριακή βράδυ στη ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ


Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος
της Σοφίας Νικολαΐδου


την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2012, στις 8 μ.μ.,

στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
(Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 47, πρώην Πεσ. Μαχητών, Λιβαδειά).

Η συγγραφέας θα μιλήσει για το νέο της βιβλίο
και θα συνομιλήσει με το κοινό.
Προλογίζει ο ποιητής
Γιώργος Χ. Θεοχάρης.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
 
1948-1949: Ένας αμερικανός δημοσιογράφος δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση αναστατώνεται, ξένοι διπλωμάτες επεμβαίνουν. Ένας αθώος μπαίνει φυλακή. Η υπόθεση κλείνει.

Σχολικό έτος 2010-2011: Ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση. Ο πρώην άριστος μαθητής αρχίζει να ψάχνει.

Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;

Το Χορεύουν οι ελέφαντες συνδυάζει ιστορία και επινόηση. Αναφέρεται στη δίκη και την καταδίκη του Στακτόπουλου, στον οποίο αποδόθηκε ο φόνος του αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, έγκλημα που συντάραξε τη χώρα την περίοδο του Εμφυλίου. Παράλληλα, το βιβλίο χαρτογραφεί τη σύγχρονη καθημερινότητα στην Ελλάδα του 2011. Ιδίως στο σχολείο. Αποτυπώνει την ελληνική περιπέτεια, σε μια πόλη με πολλά και αιματηρά ιστορικά στρώματα, όπως η Θεσσαλονίκη.


Ο Μανώλης Πιμπλής έγραψε για το βιβλίο στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"

Η Σοφία Νικολαΐδου ακτινογραφεί τον φόνο του Τζορτζ Πολκ

Ξορκίζοντας άλλο ένα φάντασμα
Η δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου και η άδικη καταδίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου βρίσκονται στο επίκεντρο του νέου μυθιστορήματος της Σοφίας Νικολαΐδου που αναδεικνύει όλες τις ανθρώπινες και κοινωνικές πτυχές ενός μείζονος πολιτικού γεγονότος.


Η Θεσσαλονίκη - η «πόλη των φαντασμάτων», κατά τον ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ - προσπαθεί να ξορκίσει κάποια από τα πιο πρόσφατα φαντάσματά της. Το 2010 ο Θωμάς Κοροβίνης κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ο γύρος του θανάτου», που εξιστορούσε λογοτεχνικά την υπόθεση Παγκρατίδη, του 23χρονου που συνελήφθη στα τέλη του 1963, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου, κάτι που και τότε αμφισβητήθηκε ενώ ποτέ δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς. Το βιβλίο του Κοροβίνη πήρε μάλιστα το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.
Σήμερα μία άλλη Θεσσαλονικιά, η Σοφία Νικολαΐδου, πηγαίνει λίγο πιο πίσω τον χρόνο και τα βάζει με ένα άλλο φάντασμα της πόλης: αυτό του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ που μια μαγιάτικη Κυριακή του 1948 βρέθηκε νεκρός από σφαίρα να επιπλέει δεμένος χειροπόδαρα στα νερά του Θερμαϊκού.
Η υπόθεση προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, ο αμερικανικός Τύπος την είχε πρωτοσέλιδη επί οκτάμηνο, ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης «είχε επιληφθεί προσωπικώς». Το αποτέλεσμα ήταν να ριχτεί άρον άρον η ευθύνη στους κομμουνιστές και να καταδικαστεί ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος (ο οποίος ελάχιστη σχέση είχε μαζί τους) σε ισόβια κάθειρξη ως βασικός υπαίτιος της δολοφονίας, μαζί με δύο μέλη του ΚΚΕ που καταδικάστηκαν ερήμην, τους Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Στην περίπτωση του Στακτόπουλου δεν υπάρχει πια κανένας που να αμφιβάλλει για την αθωότητά του· έχουν γραφτεί άλλωστε πολλά βιβλία γι' αυτό, ανάμεσά τους και ο «Φόνος στον Θερμαϊκό» του Εντμουντ Κήλυ. Η ελληνική Δικαιοσύνη έχει όμως σθεναρά αποκρούσει τις αιτήσεις για αναψηλάφηση της δίκης, τρεις από τις οποίες έγιναν μετά το 2001.
Η Θεσσαλονίκη έχει βέβαια και άλλα φαντάσματα. Πολιτικές δολοφονίες είχαν γίνει και στην Αθήνα - 15 ημέρες προτού βρεθεί το πτώμα του Πολκ δολοφονήθηκε στον Αγιο Γεώργιο Καρύτση ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς -, αλλά η Θεσσαλονίκη παίρνει στον τομέα αυτόν επάξια τον τίτλο του πρωταθλητή. Αρχίζοντας από τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α' τον Μάρτιο του 1913 στη Βασιλίσσης Ολγας και περνώντας στη δολοφονία του στελέχους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ Γιάννη Ζέβγου τον Μάρτιο του 1947 έξω από το ξενοδοχείο Αστόρια, έως βέβαια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 από τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη στη μέση του δρόμου.
Η περίπτωση του Παγκρατίδη είναι η λιγότερο πολιτική, εντάσσεται ωστόσο στο ευρύτερο κλίμα αναταραχής, καθώς η σύλληψή του έγινε έξι μήνες μετά τη δολοφονία Λαμπράκη και ενώ η Αστυνομία αναζητούσε οπωσδήποτε έναν ένοχο για να κατευνάσει τα πάθη - κατά άλλους, να στρέψει και αλλού την προσοχή.
Η Σοφία Νικολαΐδου, όπως έκανε και ο Θωμάς Κοροβίνης στην περίπτωση του Παγκρατίδη, βάζει πολλά πρόσωπα να μιλούν: μιλά η πόντια μάνα του Στακτόπουλου, η αδελφή του, η νεαρή ελληνίδα χήρα του Πολκ και η αμερικανίδα μητέρα του, ο καθηγητής αγγλικών του καταδικασθέντος, ο διευθυντής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ένα στέλεχος του Φόρεϊν Οφις, ο δικηγόρος του Στακτόπουλου κ.ά. Τα ονόματα είναι αλλαγμένα - ο Στακτόπουλος λέγεται εδώ Μανόλης Γκρης και ο Πολκ είναι ο Τζακ Τάλας -, αλλά όλα τα άλλα βασικά στοιχεία αποτυπώνουν με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Ομως η Νικολαΐδου προχωρά συνδέοντας το χθες (2008) με το σήμερα όπως είχε κάνει και το 2010 με το μυθιστόρημά της για τους δωσίλογους στην ακαδημαϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης («Απόψε δεν έχουμε φίλους», εκδ. Μεταίχμιο). Τώρα εκτυλίσσεται μια παράλληλη ιστορία, τοποθετημένη το 2010: ένας έφηβος της Γ' Λυκείου, ο Μηνάς, ενώ ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής της τάξης, αιφνιδίως αλλάζει ρότα, σταματά να κυνηγά τους βαθμούς και αρνείται να δώσει Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οι ελπίδες των δικών του εναποτίθενται στον σχολικό καθηγητή του της Ιστορίας, τον Μαρίνο Σουκιούρογλου, πρώην πανεπιστημιακό που ήρθε σε ρήξη με άλλους καθηγητές στο Αριστοτέλειο και αποχώρησε. Ο Σουκιούρογλου (ήρωας και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της) είναι σκληρός αλλά και ο καθηγητής που θαυμάζουν όλοι οι μαθητές - ιδιαίτερα ο Μηνάς. Για να τον κάνει να επιστρέψει στο διάβασμα του αναθέτει, αντί οποιασδήποτε άλλης εξέτασης στο μάθημα, να γράψει μια εργασία για την υπόθεση Πολκ. Ο Μηνάς, ο οποίος έχει πατέρα δημοσιογράφο με καλό αρχείο και γνωρίζει μέσω της φιλενάδας του τον γηραιό δικηγόρο του Στακτόπουλου-Γκρη, μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι.