Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Η απονομή των βραβείων του 3ου Πανελληνίου Ποιητικού Διαγωνισμού Ελικών


Οι διοργανωτές του Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ και οι βραβευθέντες σε αναμνηστική φωτογραφία
Η απονομή των βραβείων του 3ου Πανελληνίου Ποιητικού Διαγωνισμού Ελικών που διοργάνωσαν το viotia.blogspot.com, το βιβλιοπωλείο/εκδόσεις Σύγχρονη Εκφραση και το περιοδικό ΒΟΙΩΤΙΑ πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 28 Ιουνίου στη Λιβαδειά. Στην ειδυλλιακή αυλή του Art Café Αστραδενή, δίπλα στην Ερκυνα, οι διακριθέντες του 3ου Πανελληνίου Ποιητικού Διαγωνισμού Ελικών , οι διοργανωτές και οι καλεσμένοι απόλαυσαν στην ευπρόσδεκτη καλοκαιριάτικη δροσιά μια χαλαρής διάθεσης αλλά υψηλής ποιότητας βραδιά ποίησης και τέχνης.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με την απονομή των βραβείων (που είχε αθλοθετήσει η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΑΕ) και των επαίνων του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ. Το βραβείο για το ποίημα Λιβαδειά-Βοιωτία είχε αθλοθετήσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς.
Ο Δημήτρης Λάμπρου μίλησε με θέμα «Γλώσσα Ελληνική» μεταφέροντας το μήνυμα ότι η γλώσσα είναι η ταυτότητα που δεν πρέπει να χάσουμε.
Στη συνέχεια οι νικητές του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απήγγειλαν τα βραβευμένα ποιήματά τους για να κλείσει η βραδιά με τις αναμνηστικές φωτογραφίες και τις υποσχέσεις για συνέχεια στις πνευματικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν με αφορμή τον 3ο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ . 
Συγχαρητήρια σε όλους!

Ο υπεύθυνος Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων της εταιρείας "Αλουμίνιον ΑΕ" κ. Γιάννης Καραβάς παραδίδει στην πρώτη νικήτρια Μαρία Σφήκα το βραβείο που αθλοθέτησε η εταιρεία.
 Το 1ο Βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε στη Μαρία Σφήκα με το ψευδώνυμο Νίκη Παιωνίου για το ποίημα "Στο Ανθοπωλείο".

Α’ ΒΡΑΒΕΙΟ-- ΝΙΚΗ ΠΑΙΩΝΙΟΥ
Στο ανθοπωλείο
Ι
Τέλεια ρόδα της Αμβέρσας,

του Άμστερνταμ τουλίπες
αψεγάδιαστες,

που ανθίσατε
κάτω απ’ του θερμοκηπίου
το νάυλον ουρανό

με της αυτόματης βροχής
το σιγανό, ρυθμισμένο κλάμα,

υβρίδια
της πιο σκληρής ευγονικής,

του σωλήνα ορφανά,

που σκάτε ολοπόρφυρα χαμόγελα τριγύρω
επιβίωσης,

σαν ιδρυματικά παιδιά,

μήπως σας επιλέξουν
και σωθείτε˙
ΙΙ
που πουλιέστε χονδρική
σαν κάθε ομορφιά ανυπεράσπιστη

και αποστέλλεστε στον πελάτη
αυθημερόν
ασφυκτικά συσκευασμένα

σε εικοσάδες,

συνοδευμένα από πιστοποιητικά προέλευσης
όπου αναγράφονται τα ευγενή,
λατινικά ονόματά σας,

Υψηλότατα τέκνα σεις,
της βοτανικής κατάταξης,

εκπεσόντα
στων συνοικιακών ανθοπωλείων
τα ψυγεία

όπου διατηρείστε
πέντε μέρες
μέγιστα

κι έπειτα,
όπως όπως διατίθεστε
στο ήμισυ της αρχικής τιμής

με το κιλό,

πριν καταλήξετε,
σωρός,
σε κακοφωτισμένες πίστες ξενυχτάδικων,

ξεφυλλισμένα,
πατημένα,
βρώμικα,

βορά μιας βιαστικής
και αγχωμένης σκούπας
δίχως πρόσωπο,

τέλος της βάρδιας,
έξι η ώρα το πρωί˙
ΙΙΙ
άνθη πολύπαθα,

που έχετε μ’ αξιοπρέπεια υπομείνει
τη διαδικασία της κοπής,
της διαλογής,
της απολύμανσης,

τη μοναξιά του επαγγελματικού ψυγείου,
της φορτοεκφόρτωσης
την άκρα χυδαιότητα,

που στέκεστε όρθια
στους μίσχους σας ακόμη
σαν τους μάρτυρες,

φορτωμένα
συμβολισμούς δυσβάστακτους,

εν αγνοία σας
αχθοφόροι αισθημάτων
βαρέων κι ανθυγιεινών,
αμήχανων,

διεκπεραιωτές λατρείας
κι αιωνίων υποσχέσεων

με τέτοια αφοσίωση
στο ιδανικό
τέτοια προσήλωση,

που δεν αντέχουν
οι έρωτες,
τα πένθη,
οι γιορτές μας,

μαραίνονται
πριν από σας,
σκορπίζουν,

αφήνοντάς σας πίσω
στολισμένα
σε άδειες κάμαρες,
βουβά,

να υπενθυμίζετε
μια τελειότητα υπερκόσμια,

δυσεύρετη,
αρχετυπική,

αυτό που έπρεπε να είναι
αλλά δεν κράτησε,

αυτό που άρχισε
και ναυάγησε στη μέση,

την άκρη του νοήματος
που χάθηκε
έτσι απρόσεχτα

μες στο κουβάρι της ζωής:
τις βιαστικές προτεραιότητες,
τα επείγοντα,
της λογικής τους καθημερινούς
συμβιβασμούς˙
IV
τριαντάφυλλα απ’ το Βέλγιο,

βελούδινα της Λιέγης,
της Αμβέρσας βαθυκόκκινα,

τα αισθήματα αδυνάτισαν,
πια δεν αντέχουν˙

στα δεκανίκια τώρα στηριζόμαστε
των ξυλωμένων μίσχων σας:

έναντι κάποιας αμοιβής
του ανθοπωλείου η κυρία
αναλαμβάνει να συνθέσει ανθοδέσμη
κατάλληλη για οποιαδήποτε περίσταση˙

σταθμίζει τα κοινωνικά
και αλάθητα προτείνει

το σύνηθες,
το αποδεκτό,
το ευπρόσωπο,

εμπιστευθείτε την,
γνωρίζει εξίσου
τ’ άνθη
και τη φύση την ανθρώπινη˙

αφήστε για λογαριασμό σας
να επιλέξει

το είδος και το χρώμα
και τις λέξεις

κι αν θέλετε,

προσθέτει επίσης πρασινάδες και κισσό
ξερά κλαδιά, καρπούς,
σύρματα, πέτρες,
φτερά και ό,τι χρειαστεί˙

του ανθοπωλείου η κυρία
με φαντασία, με οίστρο
συμπληρώνει
ό,τι στερείται η ζωή˙

ακάθεκτη,
ασυμβίβαστη,

στην τέχνη της
ολόψυχα δοσμένη

με ζήλο ισιώνει τα στρεβλά,

αφαιρεί τα γηρασμένα,

λυγίζει τα στελέχη
να υπακούν,

συμμετρικά
τ’ ανυπότακτα
κλαδεύει

ιδίως τους κρίνους,

τις ηχηρές αυτές τρομπέτες,
τις αυθάδεις,

τις άσεμνες,
της γονιμότητας,

με δυο κινήσεις
δίχως σκέψη
ευνουχίζει

ψαλιδίζοντας
τους γυροφόρους στήμονες

που επιμένουν να σκορπούν
προκλητικά
την κίτρινή τους σκόνη,

να λεκιάζουν ανεξίτηλα

τ’ όραμα το παρθενικό,
της τελειότητας,

που έχει στο μυαλό της˙

V
μόνο που,
σαν η σύνθεση
τελειώσει

και αριστοτεχνικά δεθεί
η σατέν κορδέλλα,

κάτω απ’ το σελοφάν
σπάνια πια βλέπεις

κάποιον λαθρεπιβάτη υφαντή
να χάνεται ανάμεσα στα φύλλα
τρομαγμένος,

δείγμα πολύτιμο
αντάρτισσας συγκίνησης
που διέφυγε

κι οδεύει ασυγκράτητη
προς κάθε ενδεχόμενο˙
VI
σπανιότερο ακόμη,

ξαφνικά
να τρικυμίσει τον αέρα

τσιμπώντας τα ρουθούνια
και τη μνήμη

πικάντικη μοσχοβολιά
αληθινού γαρύφαλλου˙

πού μα βρεθούνε σήμερα
ματσάκια άγριων αισθημάτων

γνήσιων,
ακαλλιέργητων,

ακραίων,
υπερθετικών,

ενίοτε
ανεξέλεγκτων,

δυνητικά
επικίνδυνων,

ποιος να αντέξει

ζωή
στο μέγιστο

αδιαβάθμιστη
στην ένταση

μια κλίμακα μονάχα:

έκσταση
απόγνωση,

πλέον
σαν κι εσάς,

του ανθοπωλείου άνθη
αψεγάδιαστα,

δεν έχει ο έρωτας αγκάθια,

ούτε ο θάνατος κεντρί
ούτε άρωμα η μέρα.

Copyright Νόμος 2121/1993

Το 2ο Βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε στον Δημήτριο Γκόγκα συμμετοχή με το ψευδώνυμο Δημήτριος Βενέτης για το ποίημα "Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη".

Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμα

1. Στο μικρό δωμάτιο
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη» σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
Και πνίγηκε στη θάλασσα.

2. Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει
τα κρεμαστά σκουλαρίκια της.
Με ζωγραφιές
σε χάλκινο κλουβί
μικρά πουλιά
που είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.

3 3. Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω από τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Μια μέρα
της βδομάδας,
έβρεχε πολύ από νωρίς,
πήρε απ’ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο.
Η βροχή σταμάτησε ευθύς.

4 4. Η δουλειά που είχε
δεν τον ικανοποιούσε απόλυτα
μα κρυβόταν επιμελώς
πίσω από τη φράση:
δόξα τω θεώ που έχω δουλειά.
«Αυτό ήταν αυτονόητο»
μονολόγησε
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του δήμου,

κοιτάζοντας κάτω από τα βλέφαρα
τον κόσμο που περνούσε.


1 5. Αποφάσισε
-το είχε αποφασίσει από το βράδυ-
να συγυρίσει το σπίτι το πρωί.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.

Copyright Νόμος 2121/1993

Το 3ο Βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε στον Δημήτρη Τούλιο με το ψευδώνυμο Μήτσος Ταυ για το ποίημα "Θα ξαναρθεί-Για ψωμί".


Θα ξαναρθεί. Για ψωμί.

 Ήξερα έναν ηθοποιό
που σ’ένα μονόλογο επάνω πέθανε.
Δεν άντεξε να μιλάει με υπονοούμενα,
με μάτια πονεμένα δε διεκδικούσε τους αιώνες,
μα τη στιγμή.
Κι αυτό δεν του ΄φτασε.
Είχε βέβαια πολλές δικαιολογίες:
πάνω στη σκηνή έπαιζε τον εαυτό του,
μέσα στο πλήθος
το πρόσωπό του παρίστανε,
ακόμα και στον ύπνο
ρόλους ερμήνευε
που προσπαθούσε χρόνια ν’αποφύγει.
Του άρεσε πιο πολύ να λέει τραγούδια
γιατί έτσι δεν χρεωνόταν την υποκριτική,
ούτε της αγάπης του την απολογία
δε χρωστούσε.
Εκεί αισθάνονταν αιώνιος
κι ας ήξερε το θάνατό του σίγουρο.
Μπαινοβγαίνει στα εμπορικά όσο πιο κατηφής μπορεί
όσο πιο μεσοπολεμικός.
Στη μασχάλη του έχει διπλωμένη ακόμα
μισή οκά δυστυχία
παρ’όλο που έχουν αλλάξει τα μέτρα και τα σταθμά.

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι είναι νεκρός…
Έχει το δικαίωμα της παράστασης,
όχι πάνω σε σανίδια
αλλά στη ζωή την ίδια.
Κανείς δεν ξέρει ότι επαναλαμβάνει τον αθόρυβο βίο του
με μικρές εισόδους στα παντοπωλεία.
Είναι το ψέμα της αληθινής ζωής
η απογοήτευση στο ραντεβού των ερωτευμένων.
Αυτός γράφει τα σενάρια που βλέπουμε χωρίς σκηνοθεσία
και ταυτιζόμαστε με ό,τι είμαστε.
Δεν απεβίωσε χωρίς λόγο.
Έπρεπε να ντυθεί εγώ.
Και να ’σουν τον τώρα να διαβαίνει το κατώφλι του φούρναρη.
Αυτά τα επαγγέλματα δεν ξεπεράστηκαν.
Κι ήλθε ψωμί να πάρει.
Πάντα το ψωμί εμπλέκεται με καταστάσεις κοινωνικής αναταραχής.
Ο φούρναρης του έχυσε λόγια φαρμακερά.
Δεν του άρεσε να’ναι φούρναρης, ενώ εκείνος ηθοποιός.
Δεν θα επέτρεπε άλλο αυτήν την ταξική πείνα. Ένιωθε ριγμένος.
Μόνο που δεν είχε λόγια να το πεί.
Απλά προτίμησε να βρίσει,
να αποτυπώσει ολόκληρες αράδες ψυχολογίας όχλου
-ωσάν μηχάνημα εκτύπωσης-
στον μικρόσωμο ηθοποιό.
Για μία ακόμα φορά
ο ηθοποιός πέθανε.
Αλλά αυτή τη φορά
σ’ένα μονόλογο ενός φούρναρη.
Στην κηδεία του όμως,
οι γνωστοί τον καλούσαν  «δάσκαλο».
Θα ξανάρθει.
Για ψωμί.
Δημήτρης Τούλιος
Copyright Νόμος 2121/1993

Οι Επαινοι
Ο Α' Επαινος του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε λόγω ισοβαθμίας στις συμμετοχές: 1.στον Δημήτρη Ορφανίδη με το ψευδώνυμο Λουκιανός Μυρτιάς για το ποίημα "Πρινόβαλις, Μέρες του 1919 μ.χ."  και 2. στον Χρήστο Καραχοτζίτη Ψευδώνυμο Μάκης Κουτούλης για το ποίημα "Ατιτλο".

Ο Β' Επαινος του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε στην Ουρανία-Μαρία Αϊβατζίδου με το ψευδώνυμο Δροσουλίτης για το ποίημα "Η απόφαση".

Ο Γ' Επαινος του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονεμήθηκε λόγω ισοβαθμίας στις : 1. Παναγιώτα Διέννη συμμετοχή με το ψευδώνυμο Κίρκη για το ποίημα "Φιλολογική Διαστροφή" και 2. στην Ανδρομάχη Δαμαλά συμμετοχή με το ψευδώνυμο Ευρυδίκη για το ποίημα "Οίκοι Ενοχής".

Κλάδος ΒΟΙΩΤΙΑ-ΛιβαδειάΓια τον κλάδο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού που αφορά στη Βοιωτία και τη Λιβαδειά είχαμε δύο διακριθέντες που ισοβάθμησαν στην 1η θέση.

Πρόκειται για τους: 1.
    Ιωάννη Παπαναγιώτου συμμετοχή με το ψευδώνυμο Zoetic και το ποίημα "Βραδινό δρομολόγιο Θήβα-Λιβαδειά παραμονές Δεκαπενταύγουστου"

 Βραδινό δρομολόγιο Θήβα – Λιβαδειά, παραμονές Δεκαπενταύγουστου

  
Προσωρινοί επιβάτες αρχαίας γης,

απέριττης.

Ο Φρίξος,  η Έλλη, η γενιά του Κάδμου,  του Οιδίποδα, η γυναίκα του Διστόμου,

εσύ, εγώ.

Αρβανίτες, Βλάχοι, μετανάστες, όσιοι και άγιοι,  προστάτες άγγελοι,

απόγονοι των επτακοσίων αφανών Θεσπιέων.

Αφανείς και εμείς σε έναν τόπο

εξ ονόματος φιλόξενο.

Βοιωτία. 


Τίποτα υπερβολικό, τίποτα ιδιαίτερο, ένα  βράδυ με πανσέληνο,

στις όχθες  της αείροης Έρκυνας βάδιζα,

με ένα κουτάκι μπύρας, τα άδεια σανδάλια μου

και τον λυγμό του πρώτου έρωτα,

 σε Λα Μείζονα.


Θήβα, Δελφοί, Ορχομενός, Αλίαρτος, Λιβαδειά, Πλαταιές, το Κοινό των Βοιωτών,

δορυφόροι των Αθηνών, όπου μετοίκησαν τα παιδιά σου,

όχι από αναγκαιότητα,

μα από νεανική ιδιότητα. 



Άλλοτε στα έφερνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και άλλοτε το τρένο.

Χρόνο με τον χρόνο άλλαζαν. 

Μην περιμένεις άλλο μάταια να ξανάρθουν. 

Ο τόπος, όμως, αιώνια ίδιος.

Έτσι και εσύ. 

Έτσι και η μυρωδιά από τα άδεια παιδικά κρεβάτια τους,

που απαρνήθηκαν,

 για να τεστάρουν τα αγχωμένα πρέπει τους,
να μεθύσουν ζωή και να συγγράψουν
τα ενήλικα έπη τους. 

Τώρα,

στην ανοιχτή πόρτα της αγροικίας σου, περιμένεις  στα μαύρα,

με μια χούφτα στάρι,

να έρθει  ο άντρας σου από τα χωράφια που,

πάντοτε υπήρξαν το παλκοσένικο  της  ανεγχείρητης

 αν και καρποφόρας ζωής σου.

Προσεχώς

 και του τέλους σου. 


Σκεπάζεις με μια πετσέτα το φαγητό,

να μην κρυώσει

και πετάς ψίχουλα ψωμιού στα μυρμήγκια,

τους νοικοκύρηδες της φύσης.

Θρυμματίζεις την ψίχα για να τα χορτάσεις,

ελπίζοντας να σεβαστούν και αυτά,

την θαμμένη μνήμη εκείνων που

δεν γύρισαν πίσω. 


Οι νοικοκυρές της πάνω γειτονιάς ξεπροβάλλουν  σαν θίασος

από συγχρονισμένες μπαλαρίνες, που στα χέρια

κρατούν μάνικες και ξεπλένουν

 τη ρουτίνα ενός ακόμα απογεύματος.


Τα κουτσομπολιά ρέουν μέχρι τα φρεάτια,

όπως τα δάκρια στα βρώμικα μάγουλα ενός τσιγγανόπουλου

που  μοιρολογεί  αντικρίζοντας τον χαρταετό του  να καίγεται

στα  ηλεκτροφόρα σύρματα.

Στις παρυφές του δρόμου,

παρέα με τον πεινασμένο σκύλο του, που  σκότωσε εχθές

κάποιος διερχόμενος που άκουγε κλαρίνα. 


                          Νεοελληνική εικονογράφηση ενός επαναλαμβανόμενου δράματος,

ίσως και θαύματος,

σε ανθρώπινη κλίμακα.

Παραδοσιακά στερεότυπα,

τα ίδια πάντα θύματα

σαν σύννεφα που παίρνουν

αλλόκοτα σχήματα,

σαν εσένα και εμένα

 που γελάμε και πονάμε με το ίδιο τίποτα.


Πώς να στο εξηγήσω;

  
Στην άλλη άκρη του λεκανοπεδίου, στην αντήχηση των εσπερινών

ο Ησίοδος  ψάλει λαϊκές ραψωδίες,

ανάμεσα σε  προγονικά ερείπια, βυζαντινούς ναούς, τσουβάλια με λιπάσματα,

αυλές με μπετόν και σύρμα,

που  θα παίξουν τα εγγόνια σου κρυφτό,

πριν κρυφτούν και αυτά  για πάντα,

όπως όλοι μας, άλλωστε,

στα  βάθη μιας γης

γεμάτης με «ζωντανά» αγάλματα.

  
Μαζί με τα αστέρια θα ανάψουν και τα φώτα των χωριών

στις πλαγιές του Ελικώνα,

τα καντήλια στις όχθες των δρόμων,

στο Μαντείο της Πυθίας

και στους  στολισμένους με καρεδάκια,

αποροφητήρες  των μανάδων μας.



Τα χρώματα θα κοιμηθούν και  οι γρύλοι του κάμπου θα άδουν λαίμαργα,

τις ιστορίες μιας ακόμη μέρας που έφυγε,

αν ποτέ ήρθε.


Οι   νεκροί πολεμιστές θα εναποθέσουν τα δόρατα

και οι εργάτες  τα φτυάρια,

με στεναγμό ανακούφισης,

υπό τους ήχους  της παρήχησης,

των ρεπορτάζ των τοπικών  δελτίων,

των νεανικών  εξατμίσεων που κατεβαίνουν στην πιάτσα,

των χωρίς ρίμα ρήσεων που αναπαράγει, εδώ και αιώνες, η  ράτσα.



Οι αγρότες θα γυρίσουν, λίγο αργότερα,  με τα πάμφωτα φορτηγά τους,

γεμάτα  βρώσιμα τρόπαια,

 και τα παπούτσια λασπωμένα από τις σάρκες των παππούδων τους

που γίναν χώμα, σε κάποια μάχη  άνιση

και τώρα ζουν σαν μύθοι ή ψίθυροι,

  στα τοπικά καφενεία,

γύρω από  ξυλόσομπες,  πλαστικές καρέκλες

και λάβαρα του Λεβαδειακού.

  
Αιώνες πριν, αιώνες μετά.
  

Προσωρινοί επιβάτες αρχαίας γης,

 καρποφόρα απέριττης,

 περιμένουμε ξεχασμένοι  στο πρακτορείο,

με τις ίδιες γεμάτες βαλίτσες, ένα ταξίδι που ποτέ δεν προλάβαμε.

Εσύ και εγώ και ο τόπος μας

και τα αδέλφια μας,

 τα αείζωα  ποτάμια,

που ρέουν

και θα  ρέουν

λυτρωτικά και φιλάνθρωπα,

όπως και όσες λέξεις  μείναν  εκτός ποιήματος

αν και ήταν

συναίσθημα.

  
Είχα και άλλα να σου πω

μα το νυχτερινό προσκλητήριο της μάνας

αντηχεί μέσα μου

όπως η μυρωδιά ενός κομμένου από τα δάκτυλά  της νυχτολούλουδου.


Πρέπει να γυρίσω σπίτι!

Τι εννοείς δεν μπορώ;

Με περιμένει.

Ξημερώνει Δεκαπενταύγουστος.

                                          Θα περάσω να πάρω την βαλίτσα,

του χρόνου πάλι.


2 . Γιώργο Μπίμη με το ψευδώνυμο Καλλίνικος με το ποίημα "Το ποτάμι".



ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (Έρκυνα)

Όταν μεσουρανήσει το φεγγάρι και σκύψεις
Πάνω απ’ την επίπεδη επιφάνεια του νερού
Θα ιδείς την εικόνα σου να παραμορφώνεται και να σβήνει …
Κι ύστερα, μια δύνη θ’ απλωθεί για να ξαναγεννήσει τα μάτια …
Η φορά του χρόνου θα αντιστραφεί
Κι ένας άλλος ξεχασμένος κόσμος θα φανερωθεί …
Και θ’ αντικρίσεις ξανά στη διαύγεια του βυθού
Την παιδούλα που σήκωσε την κρυμμένη πέτρα
Για να γεννηθεί μια υδάτινη πολιτεία στο φως…
Κι εκεί, ανάμεσα στα πλατάνια και στις ιτιές,
Θ’ ανασάνεις το άρωμα της μέντας και του βασιλικού …
Και θ’ ακούσεις ξανά τους αρχαίους χρησμούς …
Και θα ιδείς το χρυσό θησαυρό στο κοίλωμα της πέτρας
Και τ’ ασημένια νομίσματα που πέφτουν στο νερό …
Στην άκρη του βράχου που καίει η ιερή φωτιά,
Θ’ αφουγκραστείς τις οιμωγές και την οδύνη της ιέρειας …
Κι αντίκρυ, στους στροβίλους του νερού που γκρεμίζεται,
Θ’ αντηχήσει το γέλιο των νυμφών
Και ο ήχος του αυλού των Σειληνών και των Σατύρων …
Τότε, ο ασκίαστος ουρανός 
Θα ξεφτίσει και θα πέσουν άστρα χρυσά
Και κομμάτια πάλλευκου φωτός στη γη που αδημονεί …
Και θα φανερωθεί στη νύχτια σιγαλιά
Η φλύαρη ορχήστρα των αρχαίων πουλιών …
Για να μεθύσει ο νους και να στοχαστεί
Την αίγλη και τη φθορά,
 Για να δέσει η νύχτα στο κατάρτι της τα δάκρυα
Και τους στεναγμούς του έρωτα …

Εδώ σε τούτο το καμίνι σμιλεύονται οι ψυχές …
Εδώ αναγεννιέται η μέρα,…
Εδώ βασιλεύει ο ήλιος της χαράς και της στοργής …
Βαθύ ποτάμι ο κόσμος, υμνεί τις αυγές και τα δειλινά
Κι εξαϋλώνεται σα ζωντανό νερό στο εωθινό διάστημα …
Για να σμίξει με το αληθινό φως και να γίνει πάλι
Στον ουρανό σύννεφο και μπόρα,
Για να ξυπνήσει ο ίλιγγος της εξομολόγησης.

Για να λαγαριστούν απ’ την αμαρτία
Το αίμα και τα δάκρια …
Για ν’ αγαπήσουν τ’ αγάλματα στο φως
Κι ο έρωτας να σκιρτήσει στο χώμα και στον άνεμο…
Κι ο μάντης,… να προφέρει τον τελευταίο χρησμό:
‘’ Ο Ζέφυρος της ψυχής,  θα κλονίσει τη σιωπή της αιωνιότητας!...


 Γιώργος Μπίμης